THEATROLOGA KAI ALLA : ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ Bookmark and Share

ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ


          ΚριτικήγιατηνπαράστασηΟιπεταλούδεςείναι ελεύθερες
       ΤαέργαπουχαρακτηρίζονταιωςαισθηματικέςκομεντίπολύδύσκολασυνηθίζουνναέχουνάλλεςπροεκτάσειςιδίωςκοινωνικέςΌτανμιλάμεγιααυτότοείδοςτουθεάτρουαναφερόμαστε συνήθωςσεανάλαφραέργαπουμαςπροσφέρουναπλάέναευχάριστοδίωροχωρίςκάτιτοουσιαστικόΤοσυγκεκριμένοέργοδενπεριορίζεταισεαυτόντονρόλοκαθώςέχειπροεκτάσειςπουτοκαθιστούνσημαντικότεροαπόμιααπλήκομεντί
    ΑξίεςόπωςηελευθερίακαιηαγάπηαλλάκαιτοπόσοσυνδέονταιαυτέςμεταξύτουςείναιτοκύριοθέματουέργουαλλάκαιοαγώναςενόςτυφλούανθρώπουναανεξαρτητοποιηθείκαιναγίνεικύριοςτουεαυτούτουΔενμπορείκανείςναχαρακτηρίσειτοέργομελόγιατίδενείναιΠρόκειταιγιαμιακομεντίόπουοπρωταγωνιστήςέναςτυφλόςμουσικόςκαιτραγουδιστής προσπαθείναξεφύγειαπότηνυπερπροστατευτικήμητέρατουκαιναζήσειτηδικήτουζωήενώξαφνικάμπαίνειστηζωήτουηΤζιλμιαόμορφηηθοποιόςκαιτουτηναλλάζειέργογράφτηκεστακαιαναφέρεταισεεκείνητηνπερίοδο
    ΤασκηνικάτηςκΚοκορούδεν"οδηγούν"τονθεατήσεμιασυγκεκριμένηδεκαετίαπαρόλοπουείναιπολύωραίασχεδιασμέναμεχαρούμεναχρώματακαιδημιουργούνπολύκαλήεντύπωσηΤακοστούμιαείναιαπροσδιορίστουχρονικήςπεριόδουκάτιπουμαςοδηγείστοσυμπέρασμαότιησκηνογράφοςδενείχεμιασυγκεκριμένηιδέαγιατηνχρονολογίατουέργουΜάλλονθαήθελεναδημιουργήσειμιαεντύπωσηδιαχρονικότηταςαλλάαυτόδενείναιδυνατόεδώγιατίτοκείμενοαναφέρεταισεπολύτρανταχτάονόματατηςδεκαετίαςτουκαισεκινήματαοπότεκαλύτεραθαήτανναυπάρχειμιασαφήςγραμμήόσοναφοράστηνχρονικήτοποθέτησητωνκοστουμιώνκαιτουσκηνικού
    ΗμετάφρασητουκΚαλλίτσηείναικαλήΗσκηνοθεσίατηςκΠαναγιωτοπούλουθαλέγαμεότικάνειότιδενκαταφέρνειησκηνογράφοςΠροβάλλειτηνφρεσκάδαενόςέργουήδησαράνταεπτάετώνχωρίςναμηνέχειπεράσειμιαμέρααπόπάνωτουμόνομετηνσωστήκαθοδήγησητωνηθοποιώνΗκΠαναγιωτοπούλουείδετοθέμαόχιωςρομαντικήιστορίαόπωςκαιηίδιαανέφερεστησυνέντευξηΤύπουαλλάωςαυτόπουείναιένααπλόανθρώπινοέργοπουόμωςέχειπολύαστείεςστιγμές
     ΗίδιαωςκΜπέικερδενυστερούσεσετίποτααπότιςπροκατόχουςτηςσεαυτόντονρόλοόπωςημεγάληΣμάρωΣτεφανίδουστηνΑθήνακαιηΓκλόριαΣουάνσονστηΝέαΥόρκηΩςαυστηρήμητέρατακατάφερεθαυμάσιααλλάκαιως"κακιάπεθερά"ενώκαιστιςδύοπεριπτώσειςπροσέθετεέναυπόγειοχιούμορτηντεχνικήτουοποίουγνωρίζειπολύκαλάΗυποκριτικήτηςείχεμέτροκαιαυτόείναιαποτέλεσμαδύσκοληςσκηνοθετικήςματιάς.
    ΗκΆνναΜονογιούωςΤζιλξετύλιξεόλοτουποκριτικότηςταλέντοΟρόλοςίσωςφαινομενικάαπλόςζητάειπολλάαπότηνηθοποιόπουπρέπειναεναλλάσσειτηνδιάθεσήτηςαπόχαρούμενησεσκεπτικήζωντανήκαιαυθόρμητηαλλάκαισοβαρήεκείπουπρέπειΟυσιαστικάκρατάειεπάνωτηςόλοτοέργοΕίναιμιαπολύκουραστικήδιαδρομήγιατίπρέπειναπάρειαπότοχέριτονθεατήκαινατου"δείξει"τασημαντικάσημείατουέργουΣυγχαρητήριαστηνκΜονογιούγιατηνεξαιρετικήερμηνείατης
   ΟκΣταύροςΚαραγιάννηςωςΝτονείναιηήρεμηδύναμηπουχρειάζεταιαυτότοέργοΑποδίδειτέλειατοντυφλόμουσικόαλλάκαιτοννέοπουενώκουβαλάειπολλάαπότηνπαιδικήτουηλικίαωςεκγενετήςτυφλόςδεντοβάζεικάτωπαρόλοπουακόμηκαιστηνενήλικήτουζωήδενέχεικαιπολύκαλέςεμπειρίεςΟρόλοςδενείναικαθόλουεύκολοςΜόνοτογεγονόςότιπρέπειναυποδύεταιένανάνθρωποπουδενβλέπειείναικάτιπουμπορείναγίνειγελοίοανδενερμηνευτείμεμαεστρίακαιπολύμαπολύδουλειάΕδώφαίνεταιηδουλειάπουέκανεοκΚαραγιάννηςχωρίςαυτόνασημαίνειότιυπολείπεταισεταλέντοΗτελευταίασκηνήείναισυγκλονιστική
    ΚωμικόςοκΤσούρμαςΤαλαντούχοςακόμηκιανήτανπολύμικρήηπαραμονήτουστησκηνήΌσογιατημουσικήθαμπορούσεναπροστεθείκάτιακόμηώστενατονιστείηρομαντικήπλευράτουέργουπουμόνοθατουπροσέθετεχωρίςνατουαφαιρούσεαπότηνρεαλιστικήιστορίατουΤοτραγούδιτουκΤσακνήείναισυμπαθητικόαλλάόχιτίποτατοιδιαίτεροΘαλέγαμεπωςείναικάπωςπρόχειροκαθώςμοιραίασυγκρίνεταιμετηναρχικήμουσικήτουκΣπανούγιατηνίδιαπαράστασητου '
Το έργο παρουσιάζεται στο θέατρο Αυλαία στη Θεσσαλονίκη από τις 24/2.


  Ε.Β.
26/2/16
 

ΚΡΙΤΙΚΗ: ΤΟΚ-ΤΟΚ

    Η μεγάλη - προσωπική θα λέγαμε - επιτυχία του κ. Σπυρόπουλου, (από την άποψη ότι το έργο ήταν καθαρά δική του επιλογή), είναι ολοφάνερη από την ώρα που βρίσκεσαι σε ένα σχεδόν γεμάτο θέατρο, Παρασκευή βράδυ και με καιρό ακόμη πολύ καλό, σε μια εποχή που ναι, "παίζουν" πολλές προσκλήσεις, αλλά επίσης ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται να σηκωθεί από την καρέκλα να πάει στο μπάνιο, όχι να τρέχει (στην κυριολεξία) βραδιάτικα στο θέατρο.                                    
    Επίσης,
3 η τρίτη χρονιά παραστάσεων μιλάει από μόνη της. Έτσι, το Ήβη και το έργο "Τοκ-Τοκ" σου υπόσχεται μια πολύ χαλαρή βραδιά, χωρίς να είναι κοινοτοπία η φράση που λένε πλέον όλοι, αλλά εδώ γίνεται πραγματικότητα: "ξεχνάς τα προβλήματά σου"... Γι' αυτό, βάζουν τα δυνατά τους δίνοντας ό,τι έχουν και δεν έχουν οι κύριοι: Σπυρόπουλος, Λέφας, Παπαδόπουλος, και οι κυρίες: Θεοδωροπούλου, Τσάβαλου, Μαγγίρα, Παντούση. Το έργο είναι απλό, κατανοητό αλλά όχι απλοϊκό. Το γέλιο δεν προκαλείται από "χοντροκομμένα" αστεία - αν και, σε μια πρώτη ανάγνωση, ο θεατής θα μπορούσε να το ισχυριστεί αυτό - αλλά από πραγματικό κόπο των ηθοποιών, καθώς ο καθείς "πάσχει" κι από κάτι που όμως όλο αυτό καταλήγει σε μια πολύ αστεία κωμωδία του Λοράν Μπαφί, του σύγχρονου αυτού Γάλλου συγγραφέα και ηθοποιού.                                                  
    Το έργο διαδραματίζεται στο χώρο αναμονής του γραφείου ενός "κορυφαίου" Αθηναίου ψυχιάτρου, όπου συγκεντρώνονται,



περιμένοντας το γιατρό για τη συνεδρία τους, έξι ασθενείς με διαφορετικό ο καθένας πρόβλημα, ενώ οι τρεις από αυτούς είναι και από άλλα μέρη (Θεσσαλονίκη, Λάρισα,Κύπρο).                      
    
4
Ο Κώστας Σπυρόπουλος, σε μεγάλα κέφια, δείχνει το λόγο για τον οποίο έχει γίνει αγαπητός στο θεατρόφιλο κοινό και φαίνεται να διασκεδάζει πολύ παριστάνοντας τον "Θεσσαλονικιό παοκτσή ταξιτζή", καταφέρνοντας να "πιάσει" εύστοχα τον συγκεκριμένο χαρακτήρα, που μάλλον του είναι αρκετά οικείος από τις επισκέψεις του στη Θεσσαλονίκη. Βέβαια, το παρουσιαστικό του ταξιτζή και ιδίως στη Θεσσαλονίκη απέχει πολύ από αυτό που έχει ο κ. Σπυρόπουλος στην παράσταση κυρίως λόγω της κώμης (δηλ. τα μαλλιά ράστα).                             
    Η κ.Μαγγίρα πείθει απόλυτα στο ρόλο της ανασφαλούς - σε βαθμό όμως υστερίας - και θρησκόληπτης γυναίκας με μια αμεσότητα που αρέσει πάρα πολύ στους θεατές. Η κ.Θεοδωροπούλου και ο κ.Λέφας είναι πολύ διασκεδαστικοί, η μεν καθαρίζοντας συνέχεια τα πάντα και ο δε βρίζοντας χωρίς να το θέλει, ενώ έχουν την ωριμότητα που απαιτείται για να υποδυθούν πειστικά τους ρόλους τους.
2
Η Κατερίνα Τσάβαλου, ούσα πολύ καλή ως Κύπρια, είναι αστεία αλλά και συγκινητική στις στιγμές που χρειάζεται και ο Ορφέας Παπαδόπουλος, αν και μοιάζει αρκετά νεαρός, δείχνει το ταλέντο του και "βγάζει" πολύ όμορφα το ρόλο, κάνοντας μάλιστα και "ακροβατικά", μια και δε μπορεί-λόγω της ασθένειάς του- να πατήσει, όπως οι άλλοι, στο πάτωμα του ιατρείου - σκηνή του θεάτρου. Η μικρή δε κ. Παντούση διεκπεραιώνει όπως πρέπει το ρόλο της γραμματέως του γιατρού που βοηθάει στην εξέλιξη του έργου.              
Το σκηνικό δίνει ακριβώς την ψευδαίσθηση του χώρου που απαιτείται και τα κοστούμια είναι τέτοια που ταιριάζουν στους χαρακτήρες του κάθε ρόλου.                         
     Πρόκειται για μια ωραία και ξεκαρδιστική κωμωδία που ενδείκνυται για να περάσουμε καλά. Οι "άσχημες" λέξεις του ασθενούς που βρίζει ίσως να είναι ένα μειονέκτημα - αν και το έργο από μόνο του μάλλον δεν είναι για παιδιά - αλλά, καθώς δικαιολογείται, από ένα σημείο και μετά συνηθίζεται. Το σημαντικό όμως είναι ότι το έργο, μέσα στον κωμικό μανδύα του, εμπεριέχει και πολύ ωραία ανθρώπινα μηνύματα, ό,τι ακριβώς δηλαδή χρειάζεται η κοινωνία στις μέρες μας. 
Το έργο “TOC-TOC” παίζεται στο θέατρο Ήβη, Σαρρή 27, Αθήνα για τρίτη σαιζόν.



Κριτική: I am what I am

        Ακούγωντας -όσο γράφω- το τραγούδι του κ.Ζαχαράτου «οι φωνές», διαπιστώνω ότι είναι πολύ δύσκολο και πολύ εύκολο συγχρόνως να είσαι ο υπέροχος κύριος Ζαχαράτος. Και εξηγούμαι. Δεν μιλάω φυσικά για τον άνθρωπο, αλλά για τον τραγουδιστή-μίμο-χορευτή-σόουμαν.
    Η εκπληκτική παράσταση «I am what I am» δεν είναι τέλεια. Είναι τρωτή. Αλλά αυτή είναι και η ομορφιά της, Δεν είναι δυνατό να περιμένει κανείς να δει κάτι που μπορεί να παρουσιαστεί τέλεια μόνο σε ένα κλειστό θέατρο. Όπως και να το δεις, «χάνει».
Ακριβώς όπως μια αρχαία τραγωδία δεν είναι, ας πούμε, «ο εαυτός της», στο κλειστό θέατρο, έτσι και το σόου αυτού του είδους «χάνει» κάπως σε ανοιχτό χώρο. Αλλά όλα αυτά τα αντικαθιστά η εργατικότητα και το ταλέντο του κ. Ζαχαράτου. Από την ώρα που αρχίζει η μουσική αυτή παράσταση που είναι ανάμεσα σε σόου του μπρόντγουαιη, κωμωδία και μπουζούκια, σιγά-σιγά, γίνεται κάτι μαγικό. Δεν θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω αλλιώς. Παραδίνεσαι στην ενέργεια αυτού του ανθρώπου και χάνεσαι μέσα στις ατέλειωτες και ασταμάτητες μιμήσεις, στην άψογη φωνή με την οποία αποδίδει τα τραγούδια και σε κάτι που δεν μπορεί να εξηγηθεί καθώς στις δυόμιση ώρες που διαρκεί η παράσταση ο θεατής ξεχνάει τα πάντα και «μπαίνει» στον κόσμο του κ. Ζαχαράτου όπου κατοικοεδρεύει όλη η ελληνική τηλεόραση, ο κινηματογράφος και η δισκογραφία. Δεν θα ήταν δυνατό να ξεφύγει κανείς.
Το σόου έχει παρουσιαστεί στην Αθήνα, αλλά σπάνια παρουσιάζεται πλέον εκτός της πόλης αυτής. Τώρα ίσως πιο πολύ από ποτέ είναι επιτακτική ανάγκη να γελάσει ο κόσμος και να ακούσει τις σκέψεις του κ. Ζαχαράτου οι οποίες παραθέτονται πολύ σωστά και άμεσα και σχολιάζουν με τέτοιο τρόπο τη ζοφερή πραγματικότητα που ζούμε, που είναι σχεδόν επικίνδυνες και «απειλούν» την άσχημη πραγματικότητα σε μεγάλο βαθμό. Συγχαρητήρια λοιπόν στον κ. Ζαχαράτο που τολμάει δια στόματος Μελίνας να μιλάει για τα όσα συμβαίνουν και παρακινεί-περισσότερο μαλώνει- τους ανθρώπους που ανέχονται την κατάσταση που επικρατεί. Αυτό το κείμενο θέλει γενναιότητα να το γράψεις αλλά και να το ερμηνεύσεις.
Όσον αφορά στην ερμηνεία των υπόλοιπων «ρόλων» μεταπηδά με πολύ ευκολία από την κ.Σαπουντζάκη στην κ.Άντζελα Δημητρίου και από τον κ.Βοσκόπουλο στον κ.Παντελίδη, αλλά και σε πολιτικά πρόσωπα της επικαιρότητας. Τα τραγούδια της κ.Μαρινέλλας, του κ.Βοσκόπουλου, του κ.Χριστοδουλόπουλου-ξεκαρδιστικό νούμερο- της κ.Βίσση, και της κ.Πάολα ερμηνεύτηκαν με απόλυτο σεβασμό.
Η σκηνοθεσία του ίδιου είναι ανάλογη του σοου, καθώς ο σκοπός της είναι να επικοινωνήσει με το κοινό και επετεύχθη. Η πενταμελής ορχήστρα ήταν καλοκουρδισμένη και «ετοιμοπόλεμη». Τα κοστούμια που σχεδίασε ο κ. Ζαχαράτος αποδίδουν σωστά τον χαρακτήρα που ερμηνεύει, παρ’ όλο που δεν είναι εύκολο και πάντα εφικτό να παρουσιάζει τον κάθε χαρακτήρα με το ανάλογο κοστούμι, λόγω του όγκου των μιμήσεων, εντούτοις δεν λείπουν καθόλου αυτές οι μεταμορφώσεις σε Μελίνα, Ζωζώ και Μαρινέλλα. Τα σκηνικά του κ. Παντελιδάκη είναι λιτά και λειτουργικά και οι φωτισμοί του κ. Τζιόγκα δημιουργούν την ατμόσφαιρα που δεν μπορεί να δημιουργήσει ο ανοιχτός χώρος.




Η παράσταση "I AM WHAT I AM" παρουσιάζεται σε όλη την Ελλάδα όλο το Καλοκαίρι.
26/7/15



Ε.Β.
Η «Αντιγόνη»  είναι από μόνη της ένα γεγονός όταν παρουσιάζετ στο θέατρο και ακόμη σημαντικότερο όταν παίρνουν μέρος στην  παράσταση τόσο σημαντικοί ηθοποιοί που θα καταφέρουν να περάσουν στον θεατή τόσο δύσκολα νοήματα όπως  οι συγκρούσεις (δίκαιου και νόμιμου, αρσενικού και θηλυκού, παλαιού και νέου, ιδιωτικού και κοινωνικού, ύπαρξης και θνητότητας, ανθρώπινου και θείου) όπως διαβάζουμε στο δελτίο Τύπου της παράστασης.


Ας περάσουμε τώρα στους συντελεστές της παράστασης που είναι όλοι τους εκλεκτοί. Η μετάφραση του έργου έγινε από την κ. Παναγιώτα Πανταζή, η οποία μετέφρασε το αρχαίο κείμενο προσπαθώντας να αποδώσει όσο γινόταν πιο σωστά τα σημαντικά νοήματα του έργου και το κατάφερε σε μεγάλο βαθμό, χωρίς να καταφεύγει σε λαϊκίστικα τερτίπια άλλων συναδέλφων της. Η σκηνοθεσία του           κ. Θέμη Μουμουλίδη ζωντάνευε μπροστά στα μάτια μας τους ήρωες όσο πιο απλά γινόταν αλλά κρατούσε έναν ρυθμό και μετέδιδε μια ένταση πολύ απαραίτητη για ένα τέτοιο έργο.  Τα σκηνικά της κ. Παναγιώτας Κοκκορού ήταν λιτά εξυπηρετώντας τις ανάγκες του έργου αλλά θα μπορούσαν να είναι λίγο πιο πλούσια δεδομένου ότι στο μεγαλύτερο μέρος του έργου βρισκόμαστε σε παλάτι. Όσον αφορά στα κοστούμια, η μοντέρνα γραμμή που θέλει τους ήρωες της τραγωδίας με σύγχρονα ρούχα δεν είναι και τόσο σωστή γιατί αφαιρεί μεγάλο μέρος της ψευδαίσθησης, αλλά δεδομένου ότι η «Αντιγόνη» είναι ένα έργο με διαχρονικά νοήματα, θα μπορούσαμε να δεχτούμε αυτή την προσέγγιση, όχι και τόσο ευχάριστα. Η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου σεβάστηκε το έργο και τόνισε τα μέρη που έπρεπε. Πολύ καλή δουλειά. Τώρα, όσον αφορά στους ηθοποιούς, ας ξεκινήσουμε από την πρωταγωνίστρια, την κ. Ιωάννα Παππα η οποία δηλώνει με τις επιλογές της (πέρσυ πήρε μέρος στις Τρωάδες) ότι θέλει να συστηθεί ξανά στο κοινό που έτσι κι αλλιώς την αγαπάει, αλλά τώρα την  ευχαριστεί για τον καλό και δύσκολο δρόμο που διάλεξε. Όσον αφορά στην ερμηνεία της, εντόπισε πολύ καλά την Αντιγόνη. Ακόμη και εμφανισιακά ταυτίστηκε μαζί της. Το έτσι κι αλλιώς δύσκολο κείμενο και τις ψυχολογικές μεταπτώσεις της ηρωίδας τις εξέφρασε πολύ καλά, αλλά χρειάζεται ίσως περισσότερος χρόνος για να ρέει ο λόγος της. Ο κ. Νικήτας Τσακίρογλου μας έδωσε έναν Κρέοντα απόλυτα αυστηρό, ήταν από την αρχή μέσα στο έργο, ήταν με δυο λόγια υπέροχος, μια ερμηνεία που αποτελεί μάθημα υποκριτικής τέχνης. Η κ. Λουκία Μιχαλοπούλου μας εξέπληξε ευχάριστα στο ρόλο της Ισμήνης. Ήταν μέσα στον ρόλο και θα λέγαμε ότι το μέλλον της ανήκει στην αρχαία τραγωδία. Ο κ. Σταύρος Ζαλμάς δεν χρειάζεται αναλύσεις. Ο αγγελιοφόρος του ήταν απλός όπου έπρεπε και δειλός και φοβισμένος αλλού. Με όποιο είδος καταπιαστεί το αναλύει και δίνει πάντα τον καλύτερό του εαυτό.

Η κ. Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου έδωσε μια τραγική Ευρυδίκη και υποδήλωσε σημαντική παρουσία στον χορό. Ο κ. Χρήστος Πλαϊνης, ως κορυφαίος του χορού έδωσε μια πολύ καλή ερμηνεία. Ο κ. Γιώργος Νούσης ως Αίας άγγιξε αρκετά τον ρόλο και σε αρκετά σημεία έδωσε το στίγμα του. Ο κ. Νίκος Αρβανίτης ως Τειρεσίας ήταν σαρωτικός. Ερμήνευε τον ρόλο με ένταση αλλά και μέτρο. Οι κύριοι Παπαπαύλου, Καρατζογιάννης και Βελέτζας ήταν πολύ καλοί στον χορό.
Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ "ΑΝΤΙΓΟΝΗ" ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΤΑΙ ΣΕ ΠΕΡΙΟΔΕΙΑ.





ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ: ΗΡΩΕΣ



Αρνούμαι να δω τους "Ήρωες" ως παράσταση που ανήκει σε ένα συγκεκριμένο είδος θεάτρου. Έχει βέβαια στοιχεία επιθεώρησης με τους συνηθισμένους μονολόγους που την απαρτίζουν, αλλά ο καθένας έχει και μια πολύ δική του ιστορία να πει, κάτι που δεν είναι συνηθισμένο στην κλασική επιθεώρηση εκτός από το μέρος με τα τραγούδια, όπου ανήκει απόλυτα σε επιθεωρησιακή παράσταση.

      Ύστερα, η κεντρική ηρωίδα Νατάλια Αλεξέγεβνα Μπρατούσκα Σεϊτανίδη την οποία υποδύεται ο ανυπέρβλητος κύριος Αλευράς, μας οδηγεί σε μια πρωτοτυπία που συνδέει με αυτό τον τρόπο όλο το έργο και το μεταφέρει από το σήμερα σε ένα μακρυνό χθες το οποίο ουδεμία σχέση είχε με τη σημερινή πραγματικότητα, αλλά είναι -σαν να λέμε- ένα σχόλιο και ένα κλείσιμο του ματιού στους υπόλοιπους ήρωες της παράστασης οι οποίοι ζουν τα δικά τους δράματα, στο σήμερα.
       Ο κ. Κωνσταντίνος Καϊκής υποδύεται τον άντρα που κακοποιεί γυναίκες αλλά και κάτι το εντελώς αντίθετο, έναν γλυκό άνθρωπο που έχει γεννηθεί με νοητική στέρηση. Η πρώτη περίπτωση είναι απλή και κάπως κωμική-από μια πολύ συγκεκριμένη οπτική γωνία. Στη δεύτερη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με μια δύσκολη σκηνή με έναν ρόλο που εύκολα γελοιοποιείται, αλλά εδώ ο κ. Καϊκής τον έβγαλε εις πέρας με απλότητα. Ο κ. Νικόλας Παπαδομιχελάκης ήταν καλύτερος στο ρόλο του ναρκωμανή-σε σχέση με το τραγούδι του στο πρώτο μέρος- αλλά του λείπει η αμεσότητα. Θα έπρεπε να «αφήνεται» περισσότερο και να μην είναι τόσο «μαζεμένος».
          Οι κυρίες τώρα. Η κ. Ματίνα Νικολάου είχε  αναλάβει ένα πολύ δύσκολο ρόλο, αυτόν της κοπέλας που αναγκάζεται να φροντίζει την μητέρα της η οποία είναι προχωρημένης ηλικίας, και αναγκαστικά καταφεύγει σε ψευδή υποκατάστατα συντροφιάς όπως είναι τα κοινωνικά δίκτυα. Ο ρόλος είναι πολύ απαιτητικός γιατί ενώ είναι μια συνηθισμένη κατάσταση, εντούτοις είναι και πολύ τραγική. Αυτή η διττότητα εκφράστηκε άψογα από την κ. Νικολάου η οποία έχει και μια έμφυτη τάση στους δραματικούς ρόλους.
        Η κ. Αρετή Πασχάλη έδωσε ένα πολύ καλό δείγμα του ταλέντου της σε έναν απλό -κατά τα άλλα- ρόλο. Προκαλεί πολύ γέλιο παρόλο που δεν είναι εύκολο για γυναίκα ηθοποιό και δη με πολύ καλή εμφάνιση. Τελευταίο από τους ηθοποιούς αλλά σε καμιά περίπτωση αμελητέος, άφησα τον κ. Θανάση Αλευρά ο οποίος σαρώνει κυριολεκτικά πάνω στη σκηνή, κάτω από τη σκηνή, δίπλα στη σκηνή! Ζει τους ρόλους του και παίζει για να τους δίνει ζωή. Σου δίνει την εντύπωση ότι υπάρχει για να ικανοποιεί τους θεατές με την απόλυτη ερμηνεία των ρόλων που του ανατίθενται και που σε αυτό το έργο του ταιριάζουν γάντι. Έχει πολύ ταλέντο και αυτό φαίνεται όχι μόνο στα κωμικά του -που είναι ομολογουμένως κορυφαίος- αλλά και στη δραματική σκηνή του όπου τα βγάζει πέρα υπέροχα εκπέμποντας τη θλίψη του ρόλου. Είναι ευχής έργον να υπάρχουν τέτοιοι ηθοποιοί στο ελληνικό θέατρο.
       Οι τραγουδιστές Βίκυ Καρατζόγλου και Θοδωρής Μαυρογιώργης είναι δύο γλυκύτατα παιδιά που ενώ κυρίως τραγουδούν, δοκιμάζουν και λίγο την υποκριτική τους δεινότητα χωρίς άσχημα αποτελέσματα. Τα κείμενα της κ. Ελένης Γκασούκα και του κ. Θοδωρή Αθερίδη προκαλούν πόνο, χαρά, θλίψη αλλά και επίγνωση της κατάστασης που μας περιβάλλει. Εξαιρετική δουλειά έγινε στην ιστορία του ρόλου του κ. Αλευρά (δηλαδή στην αξεπέραστη Νατάλια Αλεξέγεβνα Μπρατούσκα Σεϊτανίδη). Η σκηνοθεσία δεν είχε ιδιαίτερες εμπνεύσεις αλλά εξυπηρετούσε καλά τις ανάγκες της παράστασης.  Οι φωτισμοί της κ. Κατερίνας Μαραγκουδάκη έδιναν έναν τόνο νοσταλγίας, ενώ τα κοστούμια της κ. Μαρίας Φιλίππου θα μπορούσαν να είναι πιο χαρούμενα, πιο έντονα. Τα σκηνικά της ίδιας χάνονταν μέσα στο απόλυτο μαύρο.     
         Τέλος πρέπει να αναφέρω τους μουσικούς που συμπράττουν σε όλη την παράσταση και αυτό είναι από τα τεράστια υπέρ της, καθώς σπάνια πλέον υπάρχουν μουσικοί σε θεατρική παράσταση. Οι κύριοι Χρίστος Θεοδώρου, Κωστής Βήχος, Λάμπης Κουντουρογιάννης, Σπύρος Καραμήτσος έπαιξαν υπέροχα.
Ε.Β.
30/5/2015
Η παράσταση "Ήρωες" θα παίζεται μέχρι την Κυριακή 31-5-15 στο θέατρο Blackbox, στη Θεσσαλονίκη.      

Κριτική για την παράσταση: «Δεν θα με τρελλάνεις εσύ εμένα»


Η υπόθεση σίγουρα θυμίζει πολλές ελληνικές- και όχι μόνο- ταινίες μαζί. Πρόκειται για τη γνωστή και χιλιοειπωμένη ιστορία του πλούσιου εργένη που δεν έχει καμία πρόθεση να «αποκατασταθεί», αλλά μια σύμβαση, είτε είναι μια διαθήκη (αυτό είναι από ταινία) είτε ένας καλός μπάτλερ, όπως στην περίπτωσή μας, που δεν μπορεί να βλέπει άλλο το αφεντικό και φίλο του να διάγει, ας πούμε, έκλυτο βίο-και σε συνδυασμό με τα χρόνια που περνάνε-θα ήθελε να τον αποκαταστήσει. Έτσι ξεκινάει μια θεότρελλη (στην κυριολεξία) κωμωδία, που μοιάζει όπως είπα πριν με κάποια ή κάποιες ελληνικές ταινίες, πολύ δε με άλλη μεγάλη αμερικάνικη επιτυχία του ’65, αλλά κατά βάθος, το ζητούμενο είναι η δημιουργία και ακόμη και η δημιουργική αντιγραφή, όπως είχε πει κάποτε και ο μεγάλος συγγραφέας Ευγένιος Ο ’Νιλ.


      Ερχόμαστε στο προκείμενο που είναι η ίδια η παράσταση. Όλο το καλοκαίρι και το χειμώνα η παράσταση «ανέβηκε» στο θέατρο «Αθηνά», στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη ήρθε με μεγάλη ωριμότητα. Η παράσταση είναι καλοκουρδισμένη, οι ηθοποιοί κυριολεκτικά «αλωνίζουν» στη σκηνή και αυτό είναι πολύ καλό. Σπάνια βλέπεις ηθοποιό να έχει τόση άνεση χωρίς να φοβάται μην ξεχάσει κάτι. Εδώ όλα δουλεύουν στην εντέλεια και ο καθένας δίνει τη δική του προσωπική πινελιά.


Η σκηνοθεσία του κ. Θωμόπουλου είναι αρκετά κοντινή σε τέτοια μπουλβάρ, αν και η πολύ «φασαρία» θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, δεδομένου ότι η υπόθεση είναι από μόνη της μπερδεμένη. Έτσι ο τονισμός του μπερδέματος με μεγάλες κινήσεις και φωνές περισσότερο κουράζουν, παρά ισορροπία φέρνουν. Κατά τ’ άλλα οι ηθοποιοί ήταν τέλεια διδαγμένοι στους ρόλους τους.


      Ειδικά ο κ. Πούλης που είναι ουσιαστικά ο πρωταγωνιστής της παράστασης, δεν σταματάει πουθενά. Είναι γνωστό το ταλέντο του ως κωμικός. Εδώ το αποδεικνύει περίτρανα δίνοντας τον καλύτερό του εαυτό. Το μόνο πρόβλημα, αν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έτσι,  είναι ότι θα έπρεπε να μιλάει κάπως πιο δυνατά. Και κάτι ακόμη. Η ερμηνεία του θυμίζει παλιούς κωμικούς του ελληνικού κινηματογράφου.


     Ο κ. Αποστολάκης είναι ο Βαγγέλης, ο χωρικός. Ο κ. Αποστολάκης ταιριάζει απόλυτα με τον ρόλο και πετυχαίνει αξιοζήλευτη ερμηνεία, αν και, ως ρόλος, είναι από μόνος του «αβανταδόρικος». Παρ’ όλα αυτά, δεν υποστηρίζω ότι είναι και εύκολος ρόλος καθώς γρήγορα μπορεί να γίνει συνήθεια και να ερμηνεύεται κάπως «γκροτέσκο». Αλλά εδώ δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.


Τελευταίος, ο κ. Σπαντίδας που υποδύεται τον Παύλο, δίνει μια καθαρή ερμηνεία «ζεν πρεμιέ» όσο το ζητάει ο ρόλος. Δεν είναι καθαρά κωμικός, αλλά η κωμική φλέβα είναι εκεί και εμφανίζεται όποτε χρειάζεται.


     Στη συνέχεια, έχουμε τις γυναίκες πρωταγωνίστριες, όπου η κ. Πλάκα υποδύεται τη γλυκιά Ρενέ. Η Ρενέ περνάει στο κοινό περισσότερο γλυκιά παρά ελαφρόμυαλη-όπως μας πληροφορεί η υπόθεση του έργου-αλλά αυτό είναι υπέρ της νεαρής ηθοποιού που μπορεί να υποδύεται έναν απλό ρόλο, εντούτοις του δίνει μια νότα ευαισθησίας που δεν είναι και τόσο εύκολο να βγει προς τα έξω.


     Η κ. Μπιλάλη υποδύεται με μεγάλη μαεστρία την ισπανίδα αρραβωνιαστικιά. Η κ. Φαναριώτη έχει φανερώσει από παλιά πολλά δείγματα του ταλέντου της. Ο ρόλος της είναι λίγο «μπουφόνικος» αλλά την αποζημειώνει το γεγονός ότι το κοινό γελάει με τον ρόλο, αν και είναι λίγο χοντροκομμένος, ας το πω απλά, χωρίς φυσικά σε αυτό να φταίει η ηθοποιός (για τους συγγραφείς χτυπά το καμπανάκι).


Τέλος η κ. Σιδέρη εμφανίστηκε για δέκα λεπτά –τόσο απαιτούσε ο ρόλος- αλλά δεν προλάβαμε να την ακούσουμε και πολύ ώστε να κρίνουμε το ο,τι δήποτε. Φυσικά αποδίδει απόλυτα σωστά τον ρόλο της όμορφης και απόλυτα ισορροπημένης κοπέλας, αλλά κυρίως παίζοντας με την εμφάνισή της, αφού ο συγγραφέας δεν της χάρισε κάτι παραπάνω  εκτός από λίγες ατάκες.


     Οι φωτισμοί του κ.Φωτόπουλου ήταν απλοί όπως επιβάλει το μπουλβάρ, τα κοστούμια της κ. Κατσαϊτη πολύ ωραία και εμνευσμένα, ιδίως της κ. Πλάκα –αν και ο χωρικός του κ. Αποστολάκη ήταν κάπως παραφορτωμένος- και τέλος τα σκηνικά του κ. Πετράτου θα μπορούσαν να είναι και καλύτερα γιατί, ιδίως το φόντο, χανόταν σε σχέση με τα έπιπλα και τα συναφή.

 

«Δεν θα με τρελλάνεις εσύ εμένα», Απρίλιος 2015, θέατρο Εγνατία


Ε.Β.




Κριτική για την παράσταση: Παράνομη οδήγηση


       Η Πάολα Βόγκελ, η συγγραφέας του έργου, το έγραψε για να στηλιτεύσει την σεξουαλική εκμετάλλευση-ασέλγια και την  αιμομιξία. Είναι ένα σκληρό έργο που μιλάει για πράγματα που δεν τα βρίσκεις συχνά, αλλά υπάρχουν. Δυστυχώς. Η παιδοφιλία, η «περίεργες σχέσεις» μέσα στην οικογένεια δεν συνιστούν πάντα αδικήματα, αλλά μπορούν να προκαθορίσουν την πορεία του μικρότερου μέλους της, σε όποιο φύλο κι αν ανήκει. Το έργο βραβεύτηκε με πούλιτζερ το 1998.

     Η συγκεκριμένη παράσταση «ανεβαίνει» για πρώτη φορά στο Κρατικό θέατρο Βορείου Ελλάδος, δεκαοκτώ χρόνια μετά τη συγγραφή του. Το θέμα ακούγεται πολύ «βαρύ» και είναι, αλλά αυτό δεν προβάλλεται στον θεατή. Το κοινό δεν εισπράττει κάποιου είδους προσβολή, λόγω του θέματος του έργου, αλλά αντίθετα περνάει ευχάριστα-όσο κι αν φαίνεται παράδοξο- δυόμιση ώρες γιατί τόσο η σκηνοθεσία όσο και κάποια πρόσωπα του έργου βοηθούν σε αυτή την «ελάφρυνση», όπως και στην τελική λύτρωση του θεατή.

        Αναφέροντας τη σκηνοθεσία, να πούμε ότι η σκηνοθέτης, κ. Άσπα Καλλιάνη, η οποία έχει κάνει και την δραματουργική επεξεργασία, είχε ένα πολύ δύσκολο έργο να επιτελέσει παρόλο που το έργο είναι καλογραμμένο. Έπρεπε να προσαρμόσει τις ανάγκες του έργου σε ένα πολύ μικρό θεατράκι, όπως είναι το Νέο Υπερώο του ΚΘΒΕ και να βρει λύσεις για κάποια διαδικαστικά θέματα, όπως και να μην αφήσει την δικαιολογημένη ένταση των ηθοποιών-λόγω των ρόλων τους-να περάσει υπερβολική στην πλατεία. Τα κατάφερε. Οι επιπλέον σκηνές και τα κωμικά κάποιων ρόλων ελάφρυναν αρκετά την δραματική ένταση. Οδήγησε τους ηθοποιούς στο να ταυτιστούν με τους ρόλους και έτσι να τους αποδώσουν τέλεια.

      Ο κ. Βασίλης Σεϊμένης που κρατάει τέσσερις ρόλους (παππούς/γιαγιά/μέλος χορού/ομαδάρχης), απέδωσε εξαιρετικά σωστά και δυνατά τον ρόλο του άξεστου παππού-αν και δεν έπειθε και τόσο η ηλικία- και της γιαγιάς, στην οποία ήταν καταπληκτικός και έδειξε έτσι μια πολύ δυνατή κωμική φλέβα, η οποία πήρε πάνω της όλο το έργο και το «ελάφρυνε» όταν χρειαζόταν. Η πολύ χαρισματική κ. Εύη Σαρμή ήταν η μητέρα που αναγκάστηκε να γίνει, και η απαξίωσή της για τον ρόλο της μητέρας είναι πολύ φανερή. Στους υπόλοιπους ρόλους συμβάλλει κι αυτή στην δημιουργία κάπως πιο χαλαρού κλίματος. Κατά τα άλλα είναι μια ηθοποιός με πολύ μπρίο και μεγάλη άνεση πάνω στη σκηνή.

         Η κ. Δώρα Θωμοπούλου είχε έναν κάπως μικρό ρόλο αλλά εξίσου σημαντικό ως σύζυγος του Πεκ που υποφέρει σιωπηρά και ξεσπάει με έναν τρόπο που κάνει όλους τους θεατές να τη λυπούνται-όπως θα όφειλε- αλλά και να θέλουν να την παρηγορήσουν. Ο κ. Θάνος Φερετζέλης πείθει πολύ ως μικρός Πεκ που χρειάζεται να είναι πάρα πολύ προσεκτικός για να μην οδηγηθεί σε μια απλή και αστεία ερμηνεία του ρόλου.
  Ο πρωταγωνιστής κ. Στάυρος Ζαλμάς μας έχει συνηθίσει σε μεγάλες ερμηνείες, μια εκ των οποίων ήταν και αυτή. Ο θείος Πεκ φαίνεται δυνατός αλλά σιγά-σιγά ξετυλίγει έναν εαυτό που δεν φανταζόταν κανείς. Είναι ο άνθρωπος που δεν θα ήθελε να ξέρει κανείς, το «μίασμα», που όμως βρίσκει λύτρωση όχι με τον καλύτερο τρόπο γι΄αυτόν. Ο ηθοποιός έδωσε μια ξεχωριστή διάσταση στον ρόλο, καθώς οδηγεί τους θεατές να τον λυπηθούν-αυτόν και όχι το θύμα. Αυτό και μόνο το κατόρθωμα λέει πολλά για την υποκριτική δεινότητα του κ. Ζαλμά. Επίσης είχε και κάποιες πολύ μικρές κωμικές εξάρσεις που του πήγαιναν πολύ. Τέλος θα ασχοληθούμε και με την πρωταγωνίστρια, την το «μικρό» της παράστασης. Η κ. Νεφέλη Κουρή είναι εξαιρετικά ταλαντούχα και κρατάει έναν πολύ δύσκολο-από ερμηνευτικής άποψης- ρόλο. Οι συναισθηματικές εξάρσεις του ρόλου είναι συνεχείς. Η ίδια οδηγείται στα άκρα καθώς χρειάζεται να αλλάξει οκτώ διαφορετικές ηλικίες μέσα σε δυόμιση ώρες, για τις οποίες πείθει τους πάντες. Δεν «παίζει» το «μικρό», γίνεται το «μικρό». Παρόλο που είναι το θύμα στην όλη υπόθεση, μας προκαλεί να δούμε και μια άλλη πτυχή του χαρακτήρα του ρόλου που είναι πολύ διαφορετική από αυτή που φανταζόμασταν. Συγχαρητήρια στην νέα ηθοποιό, είναι σίγουρο πως έχει πολλά να προσφέρει στο θέατρο.

      Όσο για τα σκηνικά και τα κοστούμια, ο κ. Γιώργος Γεωργίου έκανε έναν άθλο δεδομένου του μικρού χώρου του θεάτρου, καταφέρνοντας να δημιουργεί διαφορετικές εποχές και χώρους με το υπάρχον σκηνικό, χωρίς αλλαγές. Οι φωτισμοί του κ. Φίλιππου Κουτσαφτή ήταν αυτοί που «έσωζαν την κατάσταση» και δημιουργούσαν την κατάλληλη ατμόσφαιρα και έκαναν τη διαφορά στις ξεχωριστές σκηνές του έργου. Η μετάφραση του κ. Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη ήταν σωστή.


ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΟΔΗΓΗΣΗ-ΝΕΟ ΥΠΕΡΩΟ-ΚΘΒΕ-ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ-ΣΑΙΖΟΝ 2014-2015

Ε.Β.



Review for the musical: Beauty and the Beast


It’s all about entertaining!
Sometimes, words cannot describe everything. You just have to see it, to be part of the creativity. Especially when such good shows exist, as beauty and the beast. The show came from overseas to dazzle the Europeans and the Asians. I think its purpose has been accomplished. It starts as a lovely story (suited for a fairytale) and as it goes on it reveals the exquisite talent of 32 actors who dance and sing wonderfully. Of course there is always a way of doing things and Disney productions tend to keep this way to every show they produce. But beneath this manure, one can distinguish the great talent of each of the actors.  
Hilary Maiberger is playing Beauty effectively. She gives her 100% in everything, meaning singing and playing in a very ladylike way that leads you to understand the character, and not just hear her sing. I am sure that she will have a brilliant future in musical theatre and in other kinds of acting. As for the Beast, Darick Pead made all crowd love him, in order to save him from the evil spell! He is an incredible lyric singer with lots of virtues. But, nothing would be so well played if it wasn’t for Gaston! (Adam Dietlein). He gave the beat to the whole thing, he was the ultimate comedian with bad intentions(!). Especially the scene with the cups was very impressing, difficult to perform and needed an enormous amount of work and focus in order to do it well. In this part, I have to say that the dancers were creating the beat.
I could write many things about Hassan Nazari-Robati as Lumiere, who gave to the role a unique character, James May as Cogsworth, who gave to his nervous character a very loving face, Emily Mattheson as Mrs. Potts, who sang like a true mother to her son’s  first ball. Paul Crane as Maurice (Belle’s father), was a very loving and crazy like figure and Jordan Aragon as Lefou (Gaston’s sidekick) gave his best as a clown who makes anyone laugh on his very one expense! Last, but not least, mrs Potts’s little boy was a very cute cup who “grabbed” most of the applause.
The dancers-actors were performing in a very professional broadway like way, in which anyone could see the work behind the choreographies.
Rob Roth directed the fairytale with much imagination. Stanley A. Meyer designed a magic set. The costumes were designed by Ann Hould-Ward and made the experience perfect! Of course I must applaud the wonderful musicians because, although a fairytale, this could never be so real-without their help!
E.B.
21/11/14





Κριτική για την παράσταση: «Όταν έχω εσένα»

Σίγουρα η παράσταση «Όταν έχω εσένα» δηλώνει αυτό ακριβώς. Την αλληλεγγύη. Και εξηγούμαι. Αλληλεγγύη όχι ως  κίνημα, αλλά ως κατάσταση, ως τρόπος ζωής. Γι’ αυτό και μπορείς να γελάσεις, να λυπηθείς μερικές φορές, αλλά στο τέλος να περνάσεις τόσο καλά που να θες να ξαναπάς. Τα σκετς και όλο το στήσιμο της παράστασης θυμίζουν παλιά καλή ελληνική επιθεώρηση, όπως εκείνες που δεν χαρίζονταν ούτε σε πολιτικούς ούτε καν σε καλλιτέχνες που είχαν «ξεφύγει» λίγο.

Όλα τα «νούμερα» έχουν τη δική τους προσωπικότητα και δίνουν τη δική τους οπτική στα πράγματα. Τα εννιά σκετς (ή μονόλογοι) είναι πολύ αστεία, απολαυστικά θα λέγαμε. Όλα τα παιδιά που παίζουν στο πρώτο μέρος είναι μεγάλα ταλέντα.

Το σκετς του κ. Γιώργου Στιβανάκη ξεχωρίζει ως το μοναδικό δραματικό σκετς που όμως καταφέρνει να συγκινήσει τους πάντες και να τους οδηγήσει σε μια άλλη εποχή μόνο με την ερμηνεία του καλλιτέχνη-καθώς τα σκηνικά είναι ελάχιστα. Η κ. Ελευθερία Σικινιώτη ήταν υπέροχη ως Λέλα. Η ηθοποιός έχει πολύ σημαντική κωμική φλέβα. Ο κ. Τζερόμ Καλούτα ανταποκρίνεται επάξια στον ρόλο της Όπρα Κόπρα, δημιουργώντας έναν χαρακτήρα-κλόουν που μας κερδίζει με τη δυναμική του.

Οι υπόλοιποι συντελεστές, ο κ.Μπογιώτης, η κ. Αφαλίδου, ο κ. Γεροντίδης, ο κ. Καραθανάσης, και ο κ. Μουστάκας δίνουν ρεσιτάλ ερμηνείας. Πρόκειται για πολύ σημαντικούς και ηθοποιούς που έχουν να δώσουν πολλά στο ελληνικό θέατρο γιατί εκτός των άλλων, τραγουδούν υπέροχα. Μιλώντας για τραγούδι, δεν μπορώ να μην εκθειάσω τη θεσπέσια φωνή της κ. Αναστασίας Έδεν που φέρνει εις πέρας με την άνεση μιας πολύπειρης τραγουδίστριας-αν και είναι πολύ νέα-τα δύσκολα (ομολογουμένως) -στην εκτέλεσή τους - τραγούδια του κ. Κραουνάκη.

Τα κείμενα των κυρίων Μανιάτη, Μιχαλόπουλου και Κραουνάκη είναι απλά, κατανοητά και προκαλούν ένα αβίαστο γέλιο από το οποίο δύσκολα κάποιος μπορεί να συγκρατηθεί. Η σκηνοθεσία ανήκει στον κ. Κραουνάκη και αν και απλή, καταφέρνει να προβάλει τους ηθοποιούς του χωρίς να κατεβάζει κανέναν από τη σκηνή. Το έργο ανήκει σε όλους και όχι σε έναν. Τα κοστούμια της κ. Παπαγεωργακοπούλου είναι πολύ απλά, δεν προσθέτουν κάτι ιδιαίτερο στην παράσταση, αντίθετα από τους φωτισμούς του κ. Στίγκα που είναι πολύ ατμοσφαιρικοί.

Η μουσική! Τι να πεις για τα υπέροχα τραγούδια του κ. Κραουνάκη; Μέσα σε τρεις ώρες παράστασης θα περάσουν όλες οι δεκαετίες μιας μεγάλης καριέρας, χωρίς να σημαίνει ότι συμπεριλαμβάνονται όλες οι επιτυχίες του.

Τέλος, οφείλω να τονίσω κάτι διαδικαστικό. Ένα μεγάλο λάθος στην παράσταση του Βασιλικού θεάτρου στη Θεσσαλονίκη όπου «παίζεται» αυτό το διάστημα η παράσταση είναι ο ήχος που δεν λειτουργεί καθόλου καλά, καθώς οι πίσω σειρές ακούν με δυσκολία τα «νούμερα» των ηθοποιών». Τουλάχιστον αυτό ίσχυε στην πρεμιέρα. Ελπίζω να διορθώθηκε το πρόβλημα.




Η παράσταση «Όταν έχω εσένα» παρουσιάζεται 24-27/9/14, για πέντε παραστάσεις στο Βασιλικό θέατρο στη Θεσσαλονίκη.

                                                                                                                                      27/9/14 

                                                                                                                                              Ε.Β.                                                                                                    








Κριτική παράστασης:Το ασχημόπαπο
Το ασχημόπαπο του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν γράφτηκε τον 19ο αιώνα κι όμως είναι δυστυχώς ακόμη επίκαιρο. Είναι ένα απλό παραμύθι με πολλά νοήματα τα οποία αντιλαμβάνονται τα παιδιά κυρίως υποσυνείδητα, καθώς συνήθως το βλέπουν στο θέατρο μικρές ηλικίες.

 Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο κύριος Αδάμης είναι απλή και κατανοητή χωρίς πολλά τερτίπια και εφφέ που συνηθίζονται τώρα τελευταία στο παιδικό θέατρο. Βασίζεται κυρίως στις ερμηνείες των ηθοποιών που ομολογουμένως δίνουν τα πάντα πάνω στη σκηνή, χωρίς να φείδονται κόπου, καθώς ο κόπος είναι πολύ έντονος στις παιδικές παραστάσεις, όπου η προσοχή του παιδιού πάρα πολύ εύκολα μπορεί να αποσπαστεί και γίνεται και σε αυτήν την παράσταση, αλλά σε όχι και τόσο μεγάλη κλίμακα.

   Καλός ο κύριος Άρης Βέβης ως ασχημόπαπο και γενικά πολύ καλές οι ερμηνείες των ηθοποιών που δεν είναι ασήμαντες στο παιδικό θέατρο όπως μερικοί νομίζουν, καθώς τα παιδιά αντιλαμβάνονται το καλό θέατρο.

Όμως τα σκηνικά και τα κοστούμια των μαγικών σβουρών ήταν πολύ απλά, σχεδόν ανύπαρκτα. Ίσως θα πρέπει να δωθεί λίγη περισσότερη προσοχή σε αυτό το τμήμα της παραστασης.

   Όσον αφορά στη μουσική, η επιλογή του Μότσαρτ ήταν καταλυτική γιατί δημιουργεί ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Οι φωτισμοί του κ.Κεχαγιά ήταν πολύ σωστοί και έσωζαν κάπως την απουσία σκηνικών. Το τραγούδι του κ. Κεραμάρη που τραγουδάει ο πρωταγωνιστής στο τέλος της παράστασης ταιριάζει με την υπόλοιπη μουσική, αλλά είναι κάπως μελαγχολικό για παιδική παράσταση, παρόλο που έχει πολύ ωραία μελωδία.


Το ασχημόπαπο θα παίζεται στο θέατρο Αριστοτέλειον Θεσσαλονίκης τη σαιζόν
2014-15                                                                                                                                                             22/9/14                                                                                                                               
  Ε.Β.




Κριτική για την παράσταση του «Caveman»

     Ο άνθρωπος των σπηλαίων, έτσι όπως τον αποδίδει ο Μπέκερ (ο συγγραφέας) έχει ξεμείνει στο DNA πολλών ανδρών, έτσι ώστε να καταστεί η αφορμή να γραφτεί αυτό το έργο από άνδρα για…άνδρες. Προξενεί κατάπληξη το γεγονός πως περισσότερες γυναίκες είναι μεταξύ των θεατών, παρά άνδρες. Αυτό θα μπορούσε να είναι τυχαίο-λόγω της συγκεκριμένης παράστασης που παρακολούθησα- ή συνηθισμένο, και αυτό θα ήταν πολύ παράξενο, καθώς ο «caveman» δεν υποστηρίζει το γυναικείο φύλο πουθενά σε όλο το κείμενο, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Το έργο λοιπόν, είναι ένας μακρύς αλλά όχι ανελέητος μονόλογος του εκδιωγμένου Σωτήρη που μοιράζεται τα «δεινά» του με τους θεατές, εμάς δηλαδή,και περιμένει κάποια κατανόηση, αυτήν που δεν βρίσκει στο έτερόν του ήμισυ.

    Η ερμηνεία του Βλαδίμηρου Κυριακίδη καθιστά το έργο υποφερτό, έως και διασκεδαστικό μερικές φορές. Ηθοποιός με μεγάλο ρεπερτόριο, μπορεί άνετα να «βγάλει» μια παράσταση μιάμισης ώρας χωρίς να φανεί οποιαδήποτε κούραση. Η παράσταση δεν είναι απλή, αν και έτσι φαίνεται. Ο ηθοποιός πρέπει να δημιουργήσει τον ρόλο μέσα σε διαρκή ένταση και καθώς υπάρχει και διαδραστικότητα με το κοινό, πρέπει να είναι αεικίνητος χωρίς να δείχνει κουρασμένος, αν και θα μπορούσε να ξεκουράζεται και λίγο, καθώς το κοινό είναι ήδη γοητευμένο από αυτόν τον τύπο. Σε όλα αυτά ανταποκρίθηκε με δεινότητα ο κ. Κυριακίδης, αλλά θα  μπορούσε να είναι πιο ήρεμος στους «βρυχηθμούς» του αυθεντικού caveman τον οποίο φέρνει πότε-πότε στη φαντασία του και μας τον παρουσιάζει, γιατί αυτός είναι που ουσιαστικά τον συμβουλεύει.

   Το έργο έχει πολλά αμερικανικά στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να προσαρμοστούν περισσότερο στην ελληνική πραγματικότητα από την κ. Παπαστάθη που είναι υπεύθυνη για την διασκευή. Η σκηνοθεσία ανήκει στην ίδια και είναι καλή, καθώς καταφέρνει να κρατήσει το κοινό σε εγρήγορση. Η μετάφραση της κ. Τάττη είναι απλή και κατανοητή. Τα σκηνικά της κ. Παγώνη θα μπορούσαν να είναι και καλύτερα, λίγο πιο πλούσια. Τα κοστούμια της κ. Coltrane ή να πούμε το κοστούμι; Ανάλογο της εποχής.

   Αναμένουμε λοιπόν και την ανανέωση του «ανθρώπου των σπηλαίων» από έναν άλλο μεγάλο ηθοποιό, τον κ. Παρτσαλάκη…


Το έργο «κέιβμαν» παρουσιάζεται για 8η χρονιά σε θερινή περιοδεία σε όλη την Ελλάδα.



ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ: ΠΑΝΤΡΟΛΟΓΗΜΑΤΑ

 Τα παντρολογήματα του Νικολάι Γκόγκολ είναι μια δίπρακτη σατιρική κωμωδία -ή φάρσα- που γράφτηκε στα 1833,  η οποία περιγράφει -σύμφωνα με τον κριτικό της εποχής Μπελίνσκι- «τα ήθη της μέσης κοινωνίας της Πετρούπολης». Ο Γκόγκολ με αυτό το έργο θέλει να αναδείξει τα ήθη της εποχής του σύμφωνα με τα οποία όλα υπόκεινται σε συναλλαγές, ακόμη και ο γάμος. Προτείνει μια διαφορετική και επαναστατική ίσως απάντηση σε όλα αυτά.
     Το έργο ουσιαστικά δεν έχει πρωταγωνιστή. Δύο είναι οι βασικοί χαρακτήρες, η Φιόκλα (Ναταλία Τσαλίκη)- η προξενήτρα κατ’ επάγγελμα και ο Κατσκαριόφ (Γιάννης Μπέζος), ο φίλος του γαμπρού που εκτελεί και χρέη προξενητή. Η κυρία Τσαλίκη ήταν υπέροχη ως Φιόκλα. «Μπαίνει» κατ’ ευθείαν στον ρόλο καθώς φαίνεται πως τον έχει μελετήσει πολύ καλά και υποδύεται την Φιόκλα με μεγάλη άνεση. Τα κωμικά της τερτίπια είναι υπέροχα. Δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τις μεγάλες παλιές κωμικές ηθοποιούς του ελληνικού θεάτρου. Ο κύριος Μπέζος ως φίλος του γαμπρού είναι και αυτός πολύ κωμικός και αρκετά αστείος, αν και ο ρόλος δεν έχει να του προσφέρει και πολλά.
    Ο γαμπρός, ο Ποτκαλιόσιν (Χρήστος Λούλης) είναι ένας νωθρός, άτολμος εργένης, με καλή θέση στον «ευρύτερο δημόσιο τομέα» (καθώς λέει και ξαναλέει), αλλά μάλλον κατά βάθος δεν θέλει και τόσο πολύ να παντρευτεί. Αυτή την νωθρότητα, με ένα είδος τσαχπινιάς την απέδωσε πολύ καλά ο κ. Λούλης ο οποίος είναι πολύς για αυτόν τον ρόλο καθώς είναι γνωστό πως είναι ηθοποιός αξιώσεων, αλλά για αυτόν ακριβώς τον λόγο διασκεδάζει τόσο πολύ σε αυτή την ελαφριά κωμωδία.
     Η αποκάλυψη της βραδιάς ήταν ο κ.Τάσος Γιαννόπουλος που υποδυόταν έναν από τους υποψήφιους αστείους μνηστήρες της υποψήφιας νύφης, τον Ζεβάκιν. Η ερμηνεία του ήταν μεστή, ολοκληρωμένη, με πολλά κωμικά στοιχεία που τα τόνιζε σωστά, χωρίς να γίνεται γελοίος, καθώς ο ρόλος του ως πρώην αξιωματικός του ρωσικού ναυτικού με προβλήματα ακοής είναι κάπως δύσκολος στις ισορροπίες του.
     Στη συνέχεια, ο κ. Κατερίνα Λυπηρίδου ως η νύφη Αγάφια ήταν κάπως υπερβολική στο παίξιμό της αλλά κατά γενικές γραμμές αρκετά καλή. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί έδωσαν παράδειγμα επαγγελματικού θεάτρου.
    Το σκηνικό του κ. Άγγελου Μέντη  ήταν πολύ όμορφο και βολικό για μετακινήσεις (εφόσον πρόκειται για περιοδεία) και καταδεικνύει αυτήν ακριβώς τη φύση του γάμου από τον οποίο ήθελε τόσα χρόνια να ξεφύγει ο Ποτκαλιόσιν. Τα κοστούμια του ίδιου ήταν πολύ όμορφα και μας μετάφεραν ακριβώς στην Ρωσία του 19ου αιώνα. Η μουσική του κ. Θοδωρή Οικονόμου ήταν απλή και το τραγούδι στην  αρχή του έργου μας ξένισε λίγο καθώς ήταν στα ρώσικα. Το μόνο που αντιλαμβάνεται κανείς που δεν ξέρει τη γλώσσα είναι ότι  αναφέρεται στον Γκόγκολ. Οι φωτισμοί της κ. Ελευθερίας Ντεκώ ήταν απλοί.
    Τέλος, ο κύριος Μπέζος μετά τις σκηνοθεσίες του στα έργα «Αντιγόνη»(Ανούιγ) του 2013, «Υπάρχει και φιλότιμο»(Σακελλάριος-Γιαννακόπουλος επίσης του 2013,  σκηνοθετεί ακόμη ένα έργο φαινομενικά απλό αλλά δύσκολο στην ουσία καθώς απαιτεί πολύ καλή διδασκαλία των ηθοποιών και πολύ δουλειά από μέρους του σκηνοθέτη για να κρατηθούν οι ισορροπίες ανάμεσα στα τόσο παράξενα πρόσωπα του Γκόγκολ, αλλά και να μην βγει περίεργο το αποτέλεσμα. Εκτός από την εισαγωγή με το τραγούδι, όλα τα άλλα πρόδιδαν μια «καλοκουρδισμένη» παράσταση από όλες τις απόψεις, με μόνη διαφωνία στον τρόπο που έπαιζαν μερικές φορές οι ηθοποιοί, ιδίως ο κ. Λούλης, ο οποίος έμοιαζε να μιμείται την κωμική νόρμα του κ. Μπέζου. Κατά τα άλλα η σκηνοθεσία εξυπηρετούσε στο έπακρο τον σκοπό της, δηλαδή την κατανόηση του έργου από το κοινό ώστε να ψυχαγωγηθεί.
Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΘΑ ΠΕΡΙΟΔΕΥΕΙ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2014.
Ε.Β.
18/7/14
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ



Κριτική της παράστασης: Ο κουλοχέρης του Σποκέιν



      Όλοι οι άνθρωπο υποφέρουν από κάτι. Λίγοι, από τίποτα. Δεν είναι το συγκεκριμένο έργο για αυτούς. Ο Μακ Ντόνα, με το πιο πρόσφατο έργο του, μιλάει για ανθρώπους του λεγόμενου περιθωρίου, δηλαδή βαποράκια, πολύ φτωχούς-και αυτοί είναι στο περιθώριο-,ονειροπόλους-αυτοί κι αν είναι. Το καταπληκτικό είναι ότι δημιουργεί μια κωμικοτραγική ιστορία με όλο αυτό το συρφετό των ανθρώπων. Δεν είναι καθαρό δράμα, δεν είναι καθαρή κωμωδία, είναι μια «μαύρη»-όπως συνηθίζεται να λέγεται- κωμωδία από την οποία παίρνεις πολλά, αν την παρακολουθήσεις. Δεν σε τρομάζει με το μακάβριο θέμα της-ένας άνθρωπος που ψάχνει να βρει το κομμένο του χέρι, δεν είναι και πολύ εύπεπτο θέμα-, αλλά σε συγκινεί βαθιά. Σε αυτό όμως βοηθούν πολύ και οι ερμηνείες των ηθοποιών, που, να τύχει και είναι κακές, μπορεί όλο το έργο να αλλάξει μέχρι και υπόθεση! (που λέει ο λόγος).

Ας αρχίσουμε λοιπόν από εκεί, από τις ερμηνείες των ηθοποιών. Ο κεντρικός ρόλος, αυτός του κ. Καρμάικλ, ανήκει στον κ. Τ. Σπυριδάκη. Ούτε ο ρόλος ήταν απλός, ούτε η προσέγγισή του, ούτε το αποτέλεσμα. Όλα δείχνουν δουλειά η οποία οδήγησε στην ισορροπία για να μην οδηγηθεί ο χαρακτήρας σε λάθος μονοπάτια. Βαθιά τραγικός αλλά και λιτός ο κ. Σπυριδάκης, ανέδειξε την κυνικότητα του κ. Καρμάικλ, χωρίς να τον αντιπαθήσεις ούτε μια στιγμή. Το θέατρο χρειάζεται τέτοιους ηθοποιούς.

Ο αβανταδόρικος ρόλος ανήκει στον χαρακτήρα του ρεσεψιονίστα, τον οποίο υποδύθηκε ο κ. Ν. Χανιωτάκης, o οποίος είναι και ο σκηνοθέτης της παράστασης. Ο ρόλος, μπορεί να είναι αβανταδόρικος, αλλά είναι και πολύ δύσκολος. Έχει μονολόγους εξαιρετικούς και δραματικές σκηνές οι οποίες ισοσταθμίζονται με τις κωμικές. Όλα αυτά τα έφερε εις πέρας ο κ. Χανιωτάκης με τον καλύτερο τρόπο, χωρίς να υπερβάλλει όπως συνήθως συμβαίνει. Είναι ένας πολύ καλός κωμικός ηθοποιός και μεγάλο ταλέντο, τόσο μεγάλο που είχε πολλά χρόνια να «βγει» τόσο καλός νέος ηθοποιός.

Όσο αβανταδόρικος όμως και να είναι ο ρόλος του κ. Χανιωτάκη, τόσο αδιάφορος είναι αυτός του κ. Σ. Ακίνολα. Για να μην παρεξηγηθώ, αναφέρομαι στον ρόλο και όχι στην ερμηνεία του ηθοποιού. Ένα βαποράκι που κοροϊδεύει έναν άνθρωπο που έχει ανάγκη, δεν είναι και τόσο ενδιαφέρον ρόλος. Όμως ο κ. Ακίνολα καταφέρνει όχι μόνο να ενδιαφερθούμε για αυτόν αλλά πολύ συχνά γελάμε με τα αστεία καμώματά του ως δειλό βαποράκι που τρέμει σαν παιδάκι στη θέα του όπλου, κάτι που δεν το περιμένεις από έναν «αδίστακτο» χαρακτήρα.

Η κ. Ν. Γιαννακοπούλου εκφράζει κατ΄αρχάς αυτό που ζητάει ο ρόλος της. Ένα όμορφο κοριτσάκι αλλά με πολύ κακές παρέες. Όμως μέχρι εκεί. Ίσως θα πρέπει να δείχνει πιο αδίστακτη, καθώς ουσιαστικά, αυτή είναι ο εγκέφαλος ανάμεσα στα δύο «βαποράκια».

Η σκηνοθεσία του κ. Χανιωτάκη ήταν πολύ καλή, οι μονόλογοι τονίζονταν και η ιστορία «φάνηκε» με τον καλύτερο τρόπο. Δεν υπήρχαν υπερβολές αλλά ούτε υπεραπλουστεύσεις-καθώς το έργο ενδείκνυται για κάτι τέτοιο. Τα νοήματα έγιναν κατανοητά και οι ρόλοι δεν «βγήκαν» γελοίοι, αλλά κωμικοτραγικοί. Ή κακοί. Ό,τι ακριβώς ζητούσε ο καθένας χαρακτήρας.

Η μετάφραση του ίδιου ήταν πολύ σωστή, τα κοστούμια των κυριών Σαπέρα και Νικολάου λιτά, και τα σκηνικά της κ. Ψυχουντάκη απέδιδαν στο έπακρο τον χώρο, χωρίς ανούσιες προσθήκες ή υπερβολική λιτότητα.  Τα ειδικά εφέ ήταν πολύ φροντισμένα.


Η ΠΑΡAΣΤΑΣΗ ΠΑIΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΑΥΛΑΙΑ 17-11 ΚΑΙ 14-18 ΜΑΪΟΥ

Ε.Β.

12-5-14

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ


Κριτική της παράστασης: Άννυ 
      Η Άννυ είναι ένα μιούζικαλ που έχει γίνει μια άρτια ταινία. Εδώ έχουμε να κάνουμε με το ελληνικό ανέβασμά του από την κ. Μαρσέλλου. Το έργο πραγματεύεται πολλά πράγματα και κυρίως την αγάπη ενός σκληρού ανθρώπου για ένα μικρό κοριτσάκι. Επίσης πραγματεύεται την κακομεταχείριση των παιδιών στα ορφανοτροφεία, την τάση των ανθρώπων για εύκολο κέρδος, αλλά και την δύναμη που έχει ένας αθώος άνθρωπος-το παιδί στην προκειμένη- να αλλάξει πράγματα και καταστάσεις. Τα περισσότερα από αυτά δεν τα είδαμε. Η κ. Μαρσέλλου, ως σκηνοθέτης του έργου επέλεξε να τονίσει πάρα πολύ το περιβάλλον μέσα στο οποίο υπάρχουν όλα αυτά που αναφέραμε, δηλαδή την οικονομική ύφεση (κραχ)-και όχι «κατάθλιψη»- του 1929 της Αμερικής. Βεβαίως είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο του έργου, αλλά είναι μόνο ένα στοιχείο. Δεν είναι δυνατό να τονίζεται τόσο πολύ, σε σημείο που τρομάζει.
     Σε αυτό το σημείο να κάνουμε μια παρένθεση και να τονίσουμε για πολλοστή φορά την μη αναγκαιότητα του εξώστη σε παραστάσεις του μεγάρου μουσικής Θεσσαλονίκης. Δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιείται σε θεατρικές παραστάσεις γιατί έχει καλή ορατότητα, ούτε ακουστική. Αναφερόμαστε στην αίθουσα «φίλων μουσικής», γιατί η αίθουσα «Αιμίλιος Ριάδης» είναι άρτια τεχνικά.
    Συνεχίζοντας στα της παράστασης του «Άννυ» πρέπει να αναφέρουμε την υπερπροσπάθεια των μικρών κοριτσιών-είδαμε την ομάδα με τις δεσποινίδες Μούντη, Χατζηδήμα, Χαλβατζιδάκη, Μαστροδούκα, Αγγελοπούλου και Ρουμελιώτη- που υποδύονται τις έξι ορφανές του ορφανοτροφείου. Είναι έξι ταλαντούχες μικρούλες που δίνουν όλο τους τον εαυτό, ιδίως στο χορευτικό της δεύτερης πράξης που καταχειροκροτούνται. Η πρωταγωνίστρια, δεσποινίς Δανάη Βασιλοπούλου, της μιας διανομής που παρακολουθήσαμε εμείς, ήταν πολύ καλή, αλλά δυστυχώς –και φυσικά δεν φταίει το παιδί- στο τραγούδι «Αύριο» έχει κάποια προβλήματα στην κορώνα, κάτι που θα πρέπει να διορθωθεί από τον δάσκαλο μουσικής, κ. Γιάννη Αντωνόπουλο. Κατά τα άλλα η ερμηνεία της είναι πολύ καλή και πολύ φυσική. Μπράβο της!
    Όσον αφορά στους έτερους πρωταγωνιστές, πολύ μεγάλη εντύπωση προκάλεσε η εμφάνιση του κ. Αγγέλου, γιατί δεν τον είχαμε απολαύσει ξανά σε μιούζικαλ.              Η ερμηνεία του στην πρόζα είναι εξαίσια. Παίζει με μέτρο, χωρίς να υπολείπεται σε μπρίο. Ο χορός και το τραγούδι του είναι καταπληκτικά. Είναι ένας άριστος ηθοποιός του μιούζικαλ στην Ελλάδα. Δυστυχώς δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για τον            κ. Χατζηγιάννη ο οποίος μας εξέπληξε μεν με την απόφασή του να γίνει ηθοποιός, όχι και τόσο ευχάριστα δε. Παίζει αρκετά φυσικά αλλά δεν απογειώνει τον ρόλο, ο οποίος δεν του ταιριάζει ηλικιακά. Δεν βλέπεις πουθενά την δύναμη του δισεκατομυριούχου Ουόρμπαξ, αλλά νομίζεις ότι σου έστειλε τον γιο του να τα πει γιατί δεν ευκαιρούσε ο ίδιος από τις πολλές δουλειές. Ο ρόλος αυτός έχει συναισθηματικές διακυμάνσεις, χρειάζεται υποκριτική πείρα για να δεις την μετατροπή του σκληρού και άτεγκτου δισεκατομμυριούχου σε έναν άνθρωπο γλυκό που ενώ πριν αγαπούσε μόνο τα λεφτά του, τώρα λιώνει μπροστά σε ένα κοριτσάκι έντεκα χρονών.
    Η κ. Παπακωνσταντίνου έδωσε αρκετά στοιχεία του ταλέντου της. Ήταν λίγο συγκρατημένη στην πρεμιέρα, ίσως να νιώσει πιο άνετα στις επόμενες παραστάσεις. Είναι αρκετά αστεία και πολύ καλή στα χορευτικά με τους κ. Αγγέλου και Πηλιχού.    Η τελευταία έχει να δώσει περισσότερα στο μέλλον, καθώς αυτός ο ρόλος της Λίλυ δεν προσφέρεται για να αναδείξει το υποκριτικό της ταλέντο. Εντούτοις ήταν πολύ καλή στα χορευτικά μέρη του ρόλου.
   Τέλος, η κ. Παπουτσάκη δεν ήταν ο εαυτός της στην πρεμιέρα. Έπαιζε μηχανικά και δεν ήταν αρκετά συγκεντρωμένη. Σίγουρα έχει πολλές υποκριτικές δυνατότητες που δεν φαίνονται πολύ σε αυτό το έργο, εκτός από το τραγούδι της που είναι το κάτι άλλο. Τραγουδάει πολύ καλά, λυρικά θα λέγαμε.
    Η σκηνοθεσία της κ. Μαρσέλλου, όσον αφορά στη διδασκαλία των ηθοποιών αρκέστηκε στους παιδικούς ρόλους. Όσον αφορά στο γενικό «ανέβασμα» του έργου είχε αρκετή φαντασία.
  Τα σκηνικά της κ. Ασβεστά ήταν περίτεχνα. Τα κοστούμια της κ. Κοκκορού είχαν αρκετό γούστο.
   Οι υπόλοιποι ηθοποιοί ήταν καλοί, ιδίως ο κύριος που υποδυόταν τον Ρούσβελτ και η κυρία που υποδυόταν τη γραμματέα του. Πολύ ωραίες φωνές.
   Τελειώνουμε με μια παρατήρηση. Σεβόμαστε την κούραση των ηθοποιών, αλλά επειδή πρόκειται για παιδιά θα ήταν καλό να δέχονται κόσμο στα καμαρίνια μετά την παράσταση. Η αγάπη του κόσμου είναι σημαντική.
Το «Άννυ» «ανεβαίνει» για 10 παραστάσεις
στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης 28-29/3 και 4-6/4.
Ε.Β.
30/3/14
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

 Κριτική για την παράσταση: Γλυκό πουλί της νιότης

   Δεν είναι εύκολο να γράψεις για ένα έργο του Τένεσσι Ουίλιαμς, πόσο μάλλον να το κρίνεις παιγμένο. Όλη η ζωή του Ουίλιαμς είναι μια κραυγή βοηθείας και αυτό εκφράζεται μέσα από τα έργα του χωρίς όμως να κουράζει τον θεατή γιατί κατέχει άψογα τον τρόπο γραφής ενός θεατρικού έργου. Έτσι και σε αυτή την παράσταση βλέπουμε όλα τα χαρακτηριστικά που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Ουίλιαμς ήταν είναι και θα είναι ένας μεγάλος συγγραφέας. Το έργο έχει γραφτεί πολλές φορές από τον ίδιο. Αυτό που μας παρουσίασε εδώ ο σκηνοθέτης ήταν το ολοκληρωμένο.

   Ο συγγραφέας ασχολήθηκε με το δράμα του νεαρού-γιατί και οι νέοι άνθρωποι μπορούν να περνούν δράματα- Τσανς Ουέιν ο οποίος προσπαθεί να κάνει καριέρα στο Χόλυγουντ, περνάει από διάφορες φάσεις στη ζωή του και αντί να το καταφέρει, καταντάει ο ζιγκολό μιας μεγάλης πρωταγωνίστριας. Ο ρόλος ανήκει στον κ. Μπεγνή. Εξηγώ αμέσως τι εννοώ με τη λέξη «ανήκει». Κατ’ αρχάς δεν είναι καθόλου εύκολο να σε λυπηθεί κάποιος όταν έχεις πολύ ωραίο παρουσιαστικό. Όταν όμως «γίνεις» ο ρόλος, όταν υποδυθείς τον χαρακτήρα του με επιτυχία, προκαλείς όλα τα συναισθήματα για τα οποία είχε γραφτεί να προκαλέσει αυτός ο χαρακτήρας. Έτσι, στην αρχή ζηλεύεις τον Τσανς, μετά θυμώνεις μαζί του και στο τέλος τον λυπάσαι και τον συμπονάς.  Αυτός είναι ο σκοπός του συγγραφέα. Να οδηγήσει τον θεατή σε συναισθήματα που συνήθως δεν τα εκφράζει, δηλαδή να γίνει λίγο άνθρωπος. Ο κ. Μπεγνής τα κατάφερε όλα αυτά. Πράγμα καθόλου εύκολο. Βέβαια η πρώτη πράξη θα ήθελε λίγο περισσότερη συγκέντρωση.

   Η Αλεξάνδρα Ντελ Λάγκο είναι η μεγάλη ηθοποιός που αποσύρεται νομίζοντας πως έχει ξοφλήσει πια. Έτσι, κάνει τη διαμονή της σε μεγάλα ξενοδοχεία πιο ευχάριστη έχοντας παρέα ωραίους νεαρούς. Ο ρόλος αυτός αναπτύχθηκε μοναδικά από την κ. Καράντη. Δεν περιμέναμε τέτοια ταύτιση με τον ρόλο. Εξέφρασε την Αλεξάνδρα απόλυτα στην απογοήτευσή της, στον αλκοολισμό της, στην κατάθλιψη αλλά και στο μεγαλείο της. Τελικά οι μεγάλοι ρόλοι ανήκουν σε μεγάλες πρωταγωνίστριες. Πολύ σωστή η επιλογή της κ. Καράντη για τον ρόλο.

   Η μεγάλη αποκάλυψη της βραδιάς ήταν η κ. Αμαλία Καβάλη, που υποδύεται τη Χέβενλυ, πρώην αρραβωνιστικιά του Τσανς Ουέιν (Μέμος Μπεγνής). Καθόλου εύκολος ρόλος, παρότι κρατάει λίγο. Μέσα σε μισή ώρα η κ. Καβάλη μας έδειξε ένα κουρασμένο πλάσμα που όμως διατηρεί μέσα του κάτι από την όμορφη κοπέλα που ήταν κάποτε, πριν την προδώσει ηθελημένα ο πατέρας της και άθελά του ο αρραβωνιαστικός της. Πολύ ταλαντούχα ηθοποιός. Ελπίζουμε να έχει ανάλογη εξέλιξη.

   Τέλος, ο τελευταίος μεγάλος ρόλος του έργου, ο Μπος, ανήκει στον κ. Κολοβό, ο οποίος μπόρεσε να γίνει αρκούντως αντιπαθής και άρα πέτυχε τον σκοπό του, αφού ο πατέρας της Χέβενλυ είναι ένας μη-άνθρωπος, ένα ον θα λέγαμε, που είναι τόσο τυφλωμένος από τα πάθη του ώστε να μην βλέπει καθόλου το κακό που προκαλεί συνέχεια στους γύρω του, ακόμη και όταν του το υποδεικνύουν.                                    

   Πολύ καλός και ο κ. Σαραφιανός ως αντιρρησίας, με το νεύρο που χρειάζεται για έναν άνθρωπο που δεν υπολογίζει τίποτα μπρος στην αλήθεια. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί ήταν καλοί, αν εξαιρέσουμε μερικούς που ίσως θα έπρεπε να δουλέψουν λίγο περισσότερο τους ρόλους τους.

    Η  επιλογή της μουσικής ήταν εξαιρετική. Τα βίντεο θα μπορούσαν να λείπουν. Χαλούν την ατμόσφαιρα που με τόσο κόπο φτιάχνουν οι ηθοποιοί. Όσον αφορά στη σκηνοθεσία, ήταν αρκετά καλή, δεν είχε καμία πρωτοπορία, όπως τώρα τελευταία βλέπουμε σε άλλα έργα κλασικού ρεπερτορίου μετά λύπης μας. Ήταν αυτό που χρειαζόταν αυτό το έργο. Η ατμόσφαιρα είναι πάντα το άλφα και το ωμέγα των έργων του Ουίλιαμς  και αυτό επετεύχθη από τον κ. Νικολαϊδη. Η μετάφραση-απόδοση του κ. Γαλέου ήταν σωστή και απέδιδε απόλυτα το νόημα χωρίς προσπάθειες εντυπωσιασμού που συχνά χαλούν το αυθεντικό κείμενο.    

    Τέλος, ο κ. Μετζικώφ αν και είχε, κατ’ ομολογία του, πολύ λίγα οικονομικά μέσα, δημιούργησε υπέροχα κοστούμια και εντυπωσιακά σκηνικά. Θα θέλαμε να τονίσουμε ιδιαιτέρως το ονειρεμένο φόντο της πρώτης πράξης.

 

ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ, ΑΠΟ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟ 2014

 

Ε.Β.

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

22-3-14

 

 

ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ: ΜΕΡΕΣ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟΥ

Μαθήματα ελληνικής ιστορίας με πολλή μουσική!

     Οι μέρες ραδιοφώνου που παίζονται αυτή την χρονική περίοδο στο θέατρο «Αριστοτέλειον» στη Θεσσαλονίκη μας εξέπληξαν, κυρίως γιατί αναβιώνουν ένα παλιό, πολύ παλιό είδος θεάτρου, του βαριετέ, που στην απλή μορφή του περιείχε πολύ μουσική, σκετς, κωμικούς διαλόγους και κυρίως τραγούδι. Στην Ελλάδα άκμαζε έως τη δεκαετία του 1960, ιδιαίτερα στα υπαίθρια θέατρα και στους δημόσιους κήπους (Ζάππειο, Πεδίο του Άρεως, Μουσείο)1

    Δεν πρέπει να συγχέεται με την επιθεώρηση, αν και μοιάζει αρκετά ως είδος. Το βαριετέ (μτφ.: ποικιλία) είναι αυτό που λέει. Λίγο από όλα. Είναι είδος ελαφρού θεάτρου, το οποίο ονομάστηκε έτσι από το παριζιάνικο «Τεατρ ντε βαριετέ» που λειτουργούσε στα 1779 και ανέβαζε κάθε λογής θεάματα, βαριά και ελαφριά. Από τότε συνταυτίστηκε με το αγγλικό μιούζικ-χωλ, το αμερικάνικο μπουρλέσκ, το καφέ-σαντάν, και το καφέ-θέατρο, που προσέφεραν μονολόγους ηθοποιών, άριες τενόρων, κωμικά σκετς, μπαλέτα, μάγους, ακροβάτες2.

   Εδώ δεν θα δείτε τα τελευταία προαναφερθέντα, δηλαδή τους μάγους, τους ακροβάτες και τα μπαλέτα. Αλλά δεν λείπουν οι άριες, οι μονόλογοι και τα τραγούδια των ηθοποιών.

   Η παράσταση διδάσκει στους νεώτερους και υπενθυμίζει στους λίγο παλιότερους τα τραγούδια που ακούγονταν στο ραδιόφωνο, μαζί με τις ευφάνταστες διαφημίσεις της εποχής του 1940 έως το 1970.

  Αν ο στόχος της παράστασης ήταν η διασκέδαση των θεατών, το κατάφερε, γιατί τα τραγούδια που επιλέχτηκαν ήταν πολύ δουλεμένα και διασκέδασαν το κοινό.


   Ο κ. Δελαπόρτας ως συγγραφέας είχε μέτρια απόδοση, θα μπορούσε σαφώς καλύτερα, αλλά όπως είπαμε ένα βαριετέ δεν χρειάζεται και πολύ δυνατά κείμενα, βασίζεται κυρίως στη μουσική και στον χορό. Η σκηνοθεσία του θα μπορούσε να είναι λίγο πιο ευφάνταστη. Η ερμηνεία του στα διάφορα τραγούδια που είχε επιλέξει για τον εαυτό του αρκετά δουλεμένα, αλλά θα μπορούσαν να είναι λιγότερα.

   Ο κ. Σαλαμποσόπουλος και η κ. Μωυσίδου, είναι εξαίρετοι λυρικοί τραγουδιστές και αντιμετώπισαν τους ρόλους τους με σοβαρότητα, χωρίς να τους υποβιβάζουν στο ελάχιστο.Τα μικρά προβληματάκια που υπήρχαν στον ήχο και στα μικρόφωνα των προαναφερθέντων την ημέρα της πρεμιέρας ελπίζουμε να έχουν λυθεί γιατί αποσπούν συνήθως τον ηθοποιό από τη συγκέντρωσή του. Είναι σίγουρο πως περιμένει και τους δύο λαμπρή καριέρα, γιατί τα προσόντα τους είναι πολύ σημαντικά για να αγνοηθούν.

   Η κ. Κωνσταντινίδη είναι πολλά χρόνια στο χώρο, αλλά δεν την είχαμε απολαύσει ως τώρα στο μουσικό θέατρο. Έχει πολύ καλή φωνή και κίνηση.

   Ο κ. Ιωαννίδης είναι από τους νέους ηθοποιούς με ιδιαίτερη σκηνική παρουσία και πολύ σωστά του ανατέθηκαν τραγούδια ρομαντικά και χορευτικά, που ταιριάζουν στην εμφάνισή του, αλλά-δεν ξέρουμε ίσως να φταίει και το άγχος της πρεμιέρας- θα ήταν καλό να είναι λίγο πιο συγκεντρωμένος. Οι κωμικοί του μονόλογοι αναδεικνύουν και αυτό το ταλέντο του, που ομολογουμένως δεν ήταν γνωστό στο ευρύ κοινό.

   Ο κ. Πετράκης απολάμβανε κάθε στιγμή το τραγούδι του, αλλά και τις κωμικές ατάκες του δεύτερου μέρους, ήταν σωστός και όταν έδιωξε από πάνω του το λίγο άγχος που τον εμπόδιζε να εκφραστεί τέλεια στην αρχή του έργου, έδωσε μια εξαιρετική ερμηνεία στα τραγούδια του, ιδίως στον ρόλο του ως Σινάτρα.

   Η κ. Δήμου είναι πασίγνωστη ως τραγουδίστρια με πολύχρονη καριέρα και διακρίσεις. Φυσικά δεν πρόκειται να κρίνουμε τις φωνητικές της ικανότητες οι οποίες, μια που το αναφέραμε, δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από το ένδοξο παρελθόν της. Η υποκριτική της πλευρά γίνεται τώρα γνωστή και μας εκπλήσσει ευχάριστα, ιδίως στα κωμικά της.

   Τα κοστούμια όμως δεν ήταν στο ύψος των περιστάσεων. Ναι μεν πολλά, αλλά όχι και τόσο προσεγμένα, ιδίως στο να δώσουν το ύφος της εποχής που ζητείτο κάθε φορά από το κείμενο.

Η σκηνογραφία πολύ απλή, ας προσεχθεί κάπως.



1. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, βαριετέ, τ. 13, 300

2. Αλέξης Σολομός , Βαριετέ-θεατρικό λεξικό πρόσωπα και πράγματα στο παγκόσμιο θέατρο, 65


Ε.Β.

27-1-2014


    ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ: «ΚΑΜΠΑΡΕ»




  To θεατρικό έργο "Καμπαρέ" των Μάστεροφ (κείμενο)-Κάντερ (μουσική)-Εμπ (στίχοι) ανέβηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα από τον θίασο της Αλίκης Βουγιουκλάκη, τον Ιούνιο του 1978, στο «Κηποθέατρο Αλίκη» σε απόδοση Μάριου Πλωρίτη και σκηνοθεσία του “μεγάλου” Δημήτρη Ποταμίτη. Η ίδια υποδυόταν τη Σάλυ Μπόουλς και στο ρόλο του κομπέρ ήταν ο εξαίρετος κ. Κατρανίδης. Πολύ αργότερα, στα 2003, “ανέβηκε” σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη με την Εβελίνα Παπούλια στον κεντρικό ρόλο, τον Άκη Σακελλαρίου ως κομπέρ και με σκηνοθέτη τον Κωνσταντίνο Αρβανιτάκη.

    Σαιζόν 2013-2014. Το Καμπαρέ επανέρχεται δριμύτερο, για να μας υπενθυμίσει την ύπαρξή του ύστερα από δεκαετή απουσία. Αυτή τη φορά την απόλυτη ευθύνη για το εγχείρημα έχει ο Κωνσταντίνος Ρήγος αφού υπογράφει σκηνοθεσία, χορογραφία και σκηνογραφία.
    Το έργο είναι λίγο-πολύ γνωστό. Πρόκειται για τη ζωή των ανθρώπων ενός καμπαρέ του Βερολίνου στα 1930, λίγο πριν την άνοδο των Ναζί στην εξουσία. Η κεντρική ηρωίδα είναι η Σάλυ Μπόουλς, η κεντρική τραγουδίστρια του κέντρου, την οποία σε αυτό το καμπαρέ υποδύεται η κ. Ναυπλιώτου. Ρόλος με πολλές δυσκολίες, καθώς χρειάζεται να ξέρεις να κρύβεις καλά τα συναισθήματά σου, καμιά φορά και σε όλο το έργο. Κανείς δεν γνωρίζει την πραγματική Σάλυ τελικά, που αναγκασμένη εκ των συνθηκών είναι να παριστάνει την αφελή χορεύτρια και τραγουδίστρια που ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό της. Μερικές φορές είναι έτσι, αλλά βασικά όλη αυτή η μάσκα κρύβει έναν ευαίσθητο άνθρωπο, ο οποίος δεν θα έπρεπε να φαίνεται σε όλο το έργο, παρά μόνο στο τέλος. Η κ. Ναυπλιώτου απέδωσε μια καλή αλλά χλιαρή Σάλυ η οποία τραγουδούσε και χόρευε αρκετά καλά αλλά δεν είχε το «κάτι» παραπάνω που θα έπρεπε να έχει η πρωταγωνίστρια αυτού του έργου.
  Όσο για τον κομπέρ, αυτός ήταν ο κ. Λιγνάδης. Ένας κομπέρ βασικά δραματικός και ταυτόχρονα λίγο τρελλός, όπως θα έπρεπε να είναι αυτός ο ρόλος. Η ελάχιστη ενέργεια που μας φάνηκε ότι έλειπε, ίσως να ήταν λόγω της συγκεκριμένης ημέρας, καθώς πάντα η πρεμιέρα δημιουργεί μια μικρή αμηχανία και στους καλύτερους ηθοποιούς.
    Υπέροχος ο κ. Μητρούσης ως Χερ Σουλτζ, δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε καλύτερο για τον ρόλο. Ήταν κωμικός- όσο μπορούσε κάτω από τις συνθήκες αυτού του έργου- και απέδωσε πολύ καλά την αφέλεια αυτού του ανθρώπου, ιδίως προς το τέλος.
  Η κ. Τσανακλίδου ως φροϊλάιν Σνάιντερ έπρεπε να είναι όσο το δυνατό μια απλή κυρία μιας κάποιας ηλικίας χωρίς να φαίνεται η «θητεία» της κ. Τσανακλίδου στο τραγούδι, παρά μόνο όταν το απαιτούσε ο ρόλος, τις στιγμές δηλαδή που τραγουδούσε. Το κατάφερε λοιπόν αυτό και μας έδωσε μια Σνάϊντερ σεμνή και αρκετά χαμηλών τόνων. Όσον αφορά στο τραγουδιστικό μέρος, ήταν πολύ καλή και αρκετά δραματική.
    Ο κ. Νανούρης και η κ. Μπουλέ απέδωσαν πολύ χλιαρά τους ρόλους τους χωρίς να δίνουν κάτι σημαντικό. Ο κ. Μπουγιούρης από τη άλλη, στο μικρό ρόλο του Γερμανού ναζί έδωσε τον καλύτερό του εαυτό και «απογείωσε» τον ρόλο, ενώ κάτι τέτοιο είναι πολύ δύσκολο να γίνει σε μη κεντρικούς ρόλους.
  Η σκηνοθεσία του κ. Ρήγου ήταν αρκετά καλή, απέδωσε το νόημα του έργου σωστά, αν και θα μπορούσε να τονίσει λίγο περισσότερο τους πρωταγωνιστές. Οι χορογραφίες ήταν πολύ ταιριαστές σε ένα περιβάλλον «καμπαρέ» αλλά πολύ απλές. Τα σκηνικά του ήταν εντυπωσιακά.
    Ωραία τα κοστούμια του κ. Σεγρεδάκη. Η φωνητική διδασκαλία της κ. Βίσση ανέδειξε τις φωνές των ηθοποιών.
    Θα θέλαμε να σημειώσουμε και κάτι άλλο. Η αίθουσα του μεγάρου είναι πολύ μεγάλη και μπορεί να φιλοξενήσει στην κεντρική πλατεία όλους τους θεατές και τα "βαλάντια", καθώς διαπιστώσαμε μεγάλη δυσχέρεια στους θεατές του εξώστη όσον αφορά στην καλή θέαση του έργου καθώς οι θέσεις έιναι πολύ μακριά και οι ηθοποιοί μόλις που διακρίνονται.
E.B.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ,
19/1/14
Κριτική της παράστασης: Η κωμωδία του τυχαίου θανάτου ενός αναρχικού

Μα τι… κωμωδία (…του τυχαίου θανάτου ενός αναρχικού)!


Έχουν γραφτεί πολλά για αυτή την παράσταση που ανεβάζει για τέταρτο χρόνο ο κ. Σπύρος Παπαδόπουλος. Πρόκειται για μια καθαρόαιμη -ας μας επιτραπεί ο όρος-κωμωδία που “αγγίζει” το κοινό με το κωμικό, αλλά καθόλου ελαφρύ κείμενο, καθώς το θέμα που πραγματεύεται δεν είναι καθόλου κωμικό. Αυτή είναι όμως και η ομορφιά του κειμένου. Το έργο βασίζεται στο πραγματικό γεγονός της δολοφονίας από αστυνομικούς του αναρχικού Τζιουζέπε Πινέλι που είχε συλληφθεί -χωρίς αποδείξεις- για τοποθέτηση βόμβας τον Δεκέμβρη του 1969 στο Μιλάνο.
Η ιστορία περιγράφει τη μέρα του σχιζοφρενή πρωταγωνιστή που κρατείται σε γραφείο της Ασφάλειας με την κατηγορία της κατ’ εξακολούθηση εξαπάτησης ανυποψίαστων πολιτών. Ο ίδιος καταφέρνει να ρεζιλέψει μέσα στο έργο την ιταλική αστυνομία αποδεικνύοντας την ανεπάρκειά της, και το πόσο ανίκανοι είναι οι αστυνομικοί στη δουλειά τους, καθώς δρουν σαν όργανα του καθεστώτος και όχι σαν όργανα της τάξεως.
Ο κ. Παπαδόπουλος (τρελλός και κύριος με τη γενειάδα) δίνει ένα ρεσιτάλ υποκριτικής με το να προτείνει έναν τύπο ανθρώπου πότε εξυπνούλη και καταφερτζή και πότε τελείως παράφρονα, τον οποίο δεν θα πρόσεχε κανείς αν τον συναντούσε στο δρόμο. Ο τύπος αυτός ανήκει στους χαρακτήρες της κομέντια ντελ άρτε, πάνω στους οποίους βασίζει συχνά τα έργα του ο συγγραφέας Ντάριο Φο. Ο αεικίνητος κ. Παπαδόπουλος απογειώνει την παράσταση με το ταλέντο του αλλά και με την εκ βαθέων μελέτη του ρόλου του καθώς φαίνεται να έχει εξετάσει κάθε μικρή λεπτομέρεια. Παρόλα τα τέσσερα χρόνια της παράστασης δεν φαίνεται να έχει κουραστεί καθόλου-όπως θα ήταν φυσικό- από τον ρόλο αλλά παίζει σαν την πρώτη μέρα, αφού σίγουρα έχει γίνει πλέον κτήμα του.
Ο κύριος Μπίρος έχει έναν λιγότερο «αβανταδόρικο» ρόλο, καθώς είναι από τους «κακούς» της υπόθεσης, είναι ο διοικητής και ως εκ τούτου έχει τη μεγαλύτερη ευθύνη για το φόνο του αναρχικού. Ο ρόλος του είναι αντιήρωας αλλά καταφέρνει να προκαλέσει τη συμπάθεια του κοινού με την κωμική σκηνική του παρουσία, τις εύστοχες εκφράσεις του και την σταδιακή μετατροπή του από σοβαρό διοικητή σε έρμαιο των γεγονότων και γελοίο στοιχείο. Ο κύριος Γιαννόπουλος (αστυνόμος Πιζάνι) είναι πολύ δυνατός σε ένα ρόλο που δεν έχει και πολλά να παρουσιάσει υπέρ του. Είναι ο επικίνδυνος, πωρωμένος αστυνόμος, όχι ιδιαίτερα ευφυής. Τον συμπαθείς μόνο όταν βλέπεις πόσο «υποφέρει» από την αντιμετώπιση του σχιζοφρενούς-ανακριτή (Σπύρος Παπαδόπουλος). Οι κύριοι Καλπακίδης και Πέτσος είναι πολύ καλοί τους ρόλους τους, όπως και η κυρία Κοτσαηλίδου η οποία ταυτίζεται απόλυτα με την δημοσιογράφο που υποδύεται.
Η σκηνοθεσία ανήκει και αυτή στον κ. Παπαδόπουλο, ο οποίος προσπάθησε να μεταφέρει στο κοινό όσο γινόταν πιο καλά την αίσθηση του γραφείου της ιταλικής αστυνομίας, τον φόβο ότι κάποια στιγμή θα μπορούσε να πιαστεί ο σχιζοφρενής-ανακριτής και γενικά το περιβάλλον που επικρατεί στην Ασφάλεια και αυτό το κατάφερε με τη συνεχή κίνηση των ηθοποιών, αλλά όχι άσκοπη, όπως συμβαίνει συνήθως στις κωμωδίες. Το σκηνικό ήταν λειτουργικό και πολύ κατατοπιστικό. Οι φωτισμοί του κ. Μπέλλη δεν πρόσθεταν κάτι καινούριο στην εκτέλεση του έργου. Τα ειδικά εφέ των αδελφών κ. Αλαχούζων στο δεύτερο μέρος του έργου δίνουν μια απόλυτα κωμική χροιά στη μεταμφίεση του κ. Παπαδόπουλου. Τέλος, η μουσική επένδυση του έργου ανήκει στο συγκρότημα «Ξύλινα Ποδήλατα» και ξεσηκώνει απόλυτα.
Ε.Β.
Θεσσαλονίκη
30-10-2013




Κριτική όπερας: "LA TRAVIATA"

    Η πρώτη παράσταση της Τραβιάτα δώθηκε στα 1853 στη Βενετία. Το έργο είναι βασισμένο στο βιβλίο "Η κυρία με τις καμέλιες" του 1852, του Αλ. Δουμά υιού. Ο Βέρντι επένδυσε το κείμενο του Πιάβε με μια θεϊκή μουσική, μέρος της οποίας είναι η άρια "Αddio, del passato bei sogni ridenti"  δηλαδή:"Έχετε γεια ωραία όνειρα του παρελθόντος". Η μουσική του, αν και όχι και τόσο πολύπλοκη, εκφράζει αυτό ακριβώς που είναι η Τραβιάτα, μια ελεύθερη αλλά παραστρατημένη-κατά τα ήθη της εποχής-γυναίκα που αρεσκόταν στους χορούς και στις διασκεδάσεις χωρίς να γνωρίζει κανείς ότι επρόκειτο να πεθάνει, ούτε και η ίδια.
   Η παράσταση του opera Nomade ήταν άψογη τεχνικά, οι ηθοποιοί γνώριζαν μέχρι και στην τελευταία λεπτομέρεια τους ρόλους τους και η απόδοσή τους ήταν εξαιρετική. Ιδίως η χορωδία ήταν πολύ σωστή.
  Όμως από τους πρωταγωνιστές έλειπε η φλόγα, αυτό το "κάτι" που ξεχωρίζει μια πολύ καλή παράσταση από την "απογείωση" που μπορεί να σου χαρίσει η απόλαυση μιας παράστασης. Φυσικά δεν θα μπορούσαμε να αμφισβητήσουμε την καλλιτεχνική αξία των λυρικών τραγουδιστών. Η κυρία Ουράτα στο ρόλο της Βιολέτας είχε δύναμη, έδειχνε πολύ φανερά τα συναισθήματά της και οι συναισθηματικές της διακυμάνσεις ήταν έντονες. Μουσικά, απέδωσε όσο γινόταν καλύτερα το κείμενο. Ο κύριος Γουάνγκ στο ρόλο του Αλφρέντο απέδωσε πολύ καλά τα συναισθήματα ενός ερωτευμένου και αργότερα ενός απατημένου νέου, αλλά η μέρα του, δεν θα λέγαμε ότι ήταν από τις καλύτερες, δεδομένου ότι οι άριες που καλούνταν να ερμηνεύσει ήταν ιδιαίτερα απαιτητικές.
    Η σκηνοθεσία ήταν πολύ ζωηρή. Τα σκηνικά λιτά και τα κοστούμια εποχής πολυτελή.
  Υπέροχη η κρατική ορχήστρα Θεσσαλονίκης. Αρκετά δυνατή ώστε να αναλύει ακόμη και τις πιο κρυφές πτυχές του έργου του Βέρντι.
   Κάτι που θα ήθελα να θέσω τελειώνοντας, είναι πως η αίθουσα όπου παιζόταν η συγκεκριμένη όπερα, θα έπρεπε να μην "αντιδρά" στην ονομασία της, δηλαδή αυτής του Μεγάρου, καθώς η εξυπηρέτηση του κόσμου, ο οποίος είναι απαραίτητος για κάθε παράσταση-χωρίς αυτόν δεν υπάρχει θέατρο-ήταν ανύπαρκτη, έως και άκρως ενοχλητική, κάτι που δεν τιμά ούτε το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, ούτε φυσικά τους θιάσους που φιλοξενεί, οι οποίοι δίνουν κάθε φορά τον καλύτερό τους εαυτό.


Θεσσαλονίκη, 15-10-13




Κριτική παράστασης: "ΟΛΕΑΝΝΑ"

Όπως λέμε, "δεν υπάρχει..."



    Ολεάννα. Δύο πρόσωπα σε ένα έργο μιάμισης ώρας δεν είναι εύκολο να κρατούν συνέχεια την προσοχή.
   Το θέμα του όμως; Η κακοποίηση, είτε σεξουαλική είτε γενικότερη, είναι κάτι που τραβάει το ενδιαφέρον. Αν υπάρχει. Δεν αποδεικνύεται. Η υπόθεση; Λίγο πολύ η συνηθισμένη. Η παρεξηγημένη πρόθεση του καθηγητή που πέρασε λίγο παραπάνω από όσο επιτρέπεται τα όρια. Τα πέρασε; Ίσως ναι, ίσως όχι. Αυτό και πολλά άλλα θα το κρίνει ο θεατής.

   Η Ολεάννα, από όπου παίρνει και το όνομά του το έργο, είναι ένα μέρος που περιγράφεται σε ένα νορβηγοαμερικάνικο τραγούδι του τέλους του 19ου αιώνα. Στο μέρος αυτό τα πάντα είναι ωραία και εύκολα. Το στάρι φυτρώνει γρήγορα και έτσι δεν καταβάλει κανείς καμιά προσπάθεια. Η ζωή είναι ωραία στην Ολεάννα. Αλλά είναι ψεύτικη γιατί αυτά που συμβαίνουν εκεί, δεν είναι δυνατό να είναι αληθινά.
   Το εργο προσπαθεί να αναδείξει αυτό ακριβώς το ψεύτικο και το ουτοπικό, καθώς σε καμία περίπτωση ο καθηγητής δεν θα κατηγορηθεί από τη μαθήτρια για μια τόσο μικρή παρέκκλιση. Απλά δεν θα γίνει γιατί είναι έτσι η κοινωνία. Ο συγγραφέας προτείνει με αυτό το έργο μια κοινωνία όπου ο αδύναμος γίνεται ξαφνικά και γρήγορα δυνατός και ο δυνατός χάνει την κυριαρχία του. Αυτό, για να συμβεί στην αληθινή ζωή, παίρνει χρόνια, ίσως και να μη συμβεί ποτέ.

   Πίσω στην παράσταση. Η αρκετά κινηματογραφική γραφή του Ντέιβιντ Μάμετ δεν αφήνει πολλά περιθώρια στη σκηνοθεσία. Η απλή σκηνοθεσία της κυρίας Σκότη είναι αρκετή για αυτό το έργο. Το σκηνικό με τα λιτά έπιπλα και τον μαυροπίνακα ήταν πολύ ήσυχο, υπέρ το δέον θα έλεγα.

   Όσον αφορά στις ερμηνείες, ο κύριος Καταλειφός απέδωσε τον ρόλο με σαφήνεια και δύναμη. Είναι αξιοθαύμαστη η ικανότητά του να αλλάζει τον χαρακτήρα του καθηγητή σιγά-σιγά από κυρίαρχο του παιχνιδιού σε απλό πιόνι.

   Η κυρία Μιχαλοπούλου είχε και αυτή τις εντάσεις τις, οι οποίες κλιμακώθηκαν και οδήγησαν σε αλλαγή του χαρακτήρα και του δικού της ρόλου, αλλά θα μπορούσαν να είναι λίγο πιο εσωτερικές και όχι τόσο υπερβολικές. Αυτό φυσικά μπορεί να οφείλεται και στη σκηνοθεσία.

   Η μετάφραση της κ. Λαρούνη ήταν άριστη αν και ίσως ο πανεπιστημιακός καθηγητής δεν θεωρείται δάσκαλος στα ελληνικά πράγματα, αλλά θα μπορούσεο όρος αυτός να είναι δικαιολογημένος  σε πιο ευρεία έννοια.

   Οι φωτισμοί ήταν αρκετά απλοί και η μουσική δεν οδηγούσε τον θεατή σε κάποιο συναίσθημα, που ίσως θα όφειλε να το κάνει.

Θεσσαλονίκη,


11-10-13

Κριτική της παράστασης: “ΕΙΡΗΝΗ”

    
Η ειρήνη, ως έννοια, ορίζεται ως η κατάσταση ησυχίας, ομαλότητας και τάξης μεταξύ ανθρώπων ή χωρών, ως η απουσία εμφύλιων συγκρούσεων και πολέμων. Με τα ιδεώδη αυτής της κατάστασης προσπαθεί ο Αριστοφάνης να εμπνεύσει τον αθηναϊκό λαό, στα 421 π.Χ., οπότε και διδάχθηκε η κωμωδία του κατά τα Μεγάλα Διονύσια.
     Το έργο παίχτηκε τον μήνα Ελαφηβολιώνα, μετά τη σύναψη ειρήνης με τους Πελοποννήσιους και πήρε το δεύτερο βραβείο, λόγω κάποιων τεχνικών ελλείψεων τις οποίες διόρθωσε αργότερα ο ίδιος ο Αριστοφάνης.
     Μέσα σε αυτή την κωμωδία ο Αριστοφάνης συμπεριλαμβάνει όλο τον πόνο του για την πολιτική κατάσταση της Αθήνας, ρίχνει την ευθύνη για τον Πελοποννησιακό πόλεμο στον Περικλή και τον Φειδία, κακολογεί τον Κλέωνα και τον δημαγωγό Υπέρβολο. Το έργο περιγράφει λοιπόν, πώς ο αμπελουργός Τρυγαίος, καβάλα σε ένα σκαθάρι ανεβαίνει στον Ουρανό για να επαναφέρει στη Γη την Ειρήνη. Αλλά, όταν φτάνει στον ουρανό, διαπιστώνει ότι ο Πόλεμος και ο Κύδοιμος έχουν χάσει τους πολεμικούς ηγέτες των δύο πλευρών (Κλέωνα –από Αθήνα- και Βρασίδα-από Πελοπόννησο) και έτσι βρίσκει την ευκαιρία να ελευθερώσει την Ειρήνη.  Το δεύτερο μέρος του έργου διαδραματίζεται στην Γη, όπου έχει επανέλθει η Ειρήνη και οι άνθρωποι χαίρονται για τα αγαθά τους.
     Η αντιπολεμική αυτή κωμωδία του Αριστοφάνη ανέβηκε από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και εντυπωσίασε. Τα κοστούμια ήταν πολλά, αλλά όχι ακριβώς σύμφωνα με τα αρχαία πρότυπα. Οι νεωτερισμοί αρκετοί και το κείμενο όχι ακριβές. Αλλά δεν είναι δυνατόν να προσπαθείς να επαναφέρεις τον κόσμο στη λογική την σήμερον χωρίς να κάνεις τις απαραίτητες μετατροπές στο κείμενο. Έτσι, τα νοήματα μετεφέρθησαν αυτούσια στους θεατές, οι οποίοι μάλιστα χειροκρότησαν ουκ ολίγες φορές τους ηθοποιούς, και σε μερικά σημεία “πάγωσαν” ακούγοντας κάποιες επίπονες αλήθειες.



    Αυτό που ήθελε ο σκηνοθέτης το πέτυχε, νομίζω. Ο κ. Χατζάκης δημιούργησε μια έξοχη παράσταση που έχει απήχηση στο κοινό. Ο κ. Χαραλαμπόπουλος στον ρόλο του Τρυγαίου τα πήγε περίφημα, ξετυλίγοντας σιγά-σιγά το κωμικό του ταλέντο. Ο κ. Κωνσταντίνου στον μικρό του ρόλο στην παράβαση του έργου ήταν απλός αλλά επιβλητικός. Αυτός που ήταν η μεγάλη έκπληξη του έργου, ήταν ο κ. Μουρατίδης στον ρόλο του Ερμή. Ο πολύ απαιτητικός ρόλος του ως “χαριτωμένος” θεός, αποδόθηκε με δύναμη, ακρίβεια και απόλυτη ζωντάνια. Ήταν αστείος όπου έπρεπε και πολύ σοβαρός όπου έπρεπε. Ο ρόλος του, δοσμένος με  αυτόν τον τρόπο, ακροβατούσε ανάμεσα στο γελοίο και στο αστείο. Όμως, ο τρόπος που παίχτηκε δείχνει έναν ηθοποιό αξιώσεων που μας υπόσχεται πολλά για το μέλλον.
Θεσσαλονίκη,
25-7-13
Κριτική της παράστασης: "Οθέλλος"


    Η όπερα Ο946593_571980729531108_1723167919_nθέλλος είναι ένα από αριστουργήματα του λυρικού θεάτρου και το προτελευταίο έργο του Τζουζέπε Βέρντι, σε λιμπρέτο του Αρίγκο Μπόιτο, βασισμένο στην ομώνυμη τραγωδία του Ουίλιαμ Σαίξπηρ.
   Αυτό το έργο διάλεξαν να “ανεβάσουν” η θεατρική ομάδα Skull of Yorick με την κ. Κασσάνδρα Δημοπούλου στον ρόλο της Δυσδαιμόνας και του κ. Φίλιππου Μοδινού στον ομώνυμο ρόλο. Η ιστορία, λίγο-πολύ γνωστή. Ο μαυριτανός πολέμαρχος Οθέλλος επιστρέφει στην Κύπρο νικητής από μια μάχη και τον υποδέχεται η πιστή του σύζυγος Δυσδαιμόνα. Ο Ιάγος-που τον έχει υποβιβάσει- τον μισεί και βρίσκει τρόπο να τον εκδικηθεί, δημιουργώντας έτσι τις συνθήκες ώστε να προκαλέσει την ζήλεια του Οθέλλου για τη  Δυσδαιμόνα και στο τέλος να την σκοτώσει με τα ίδια του τα χέρια.
    Το έργο μιλάει για έντονα συναισθήματα. Αγάπη, μίσος, ζήλεια. Η Δυσδαιμόνα είναι το θύμα της ιστορίας, αθώα και τραγική. Οι δυο αυτές ιδιότητες της Δυσδαιμόνας αποδόθηκαν σωστά από την διεθνή Ελληνίδα μέτζο σοπράνο κ. Δημοπούλου. Όσον αφορά στο μουσικό κομμάτι του έργου, αυτό αποδόθηκε απόλυτα από την κ. Δημοπούλου, χωρίς ψεγάδι, ακόμη και στις πιο δύσκολες άριες. Ο κ. Μοδινός ήταν πάρα πολύ καλός ως Οθέλλος, δυναμικός και αυστηρός. Μουσικά, απέδωσε τον ρόλο αλάνθαστα.
    Οι υπόλοιποι ηθοποιοί είχαν δουλέψει κι αυτοί πολύ σκληρά τους ρόλους τους, κυρίως στο μουσικό κομμάτι. Ιδίως οι τενόροι έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό. Μέτρια η απόδοση της χορωδίας, αλλά η ορχήστρα ήταν τέλεια σε όλα, χωρίς ουδεμία υπερβολή.
    Το μέλλον του λυρικού θεάτρου προβλέπεται ευοίωνο στη χώρα μας, τουλάχιστον από άποψη ανθρώπινου δυναμικού.

Θεσσαλονίκη,
25-7-13




  Κριτική για την παράσταση:


MISTERO BUFFO


    Οι επτά σκηνές που πετύχαμε σε αυτό το σατυρικό σπονδυλωτό έργο του Ντάριο Φο ήταν πολύ δυνατές. (Λέω ”πετύχαμε” γιατί κάθε φορά ο θεατής παρακολουθεί διαφορετικές σκηνές από τις συνολικές 19). Οι έξι ηθοποιοί της ομάδας Επτάρχεια έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό σε πέντε μονολόγους και δύο σκετς. Η έλλειψη σκηνικών και θεατρικής ατμόσφαιρας δεν ενοχλεί τον θεατή, καθώς μετά από λίγο “μεταφέρεται” -με τα λόγια του ηθοποιού- στην εποχή του Ιησού.
   Τόσο καλά δούλεψαν και τόσο καλά έπαιξαν όλοι οι ηθοποιοί. Με σειρά εμφάνισης, ο κ. Τοκάκης και ο κ. Ξάφης απέδωσαν πολύ καλά το σκετς των ανάπηρων που, γιατρεύτηκαν θαυματουργικά.
  Στη συνέχεια ο κ. Χρυσοστόμου έδωσε μια σπάνια ερμηνεία μεταφέροντάς μας στο δράμα του γελωτοποιού, ισορροπώντας με μεγάλη μαεστρία ανάμεσα στο γέλιο και στο δάκρυ, δημιουργώντας μια συμπάθεια προς τον ήρωα και τα δεινά του. Μετά, η κ. Μάσχα στον ρόλο της Παναγίας που μαθαίνει την σταύρωση του Ιησού, μοιράστηκε μαζί μας μια πολύ σημαντική στιγμή από το ταλέντο της. Η κ. Καλαϊτζίδου στον ίδιο ρόλο αλλά σε διαφορετική σκηνή, ήταν πολύ καλή.
   Ο κ. Τοκάκης ήταν η αποκάλυψη της βραδιάς καθώς είναι αδιανόητο το πόσους ρόλους ερμήνευσε και με πόση ξεκάθαρη διαφορά μεταξύ τους, στο
σ
κετς κατά το οποίο ο κόσμος μαζεύεται για να δει από κοντά την ανάσταση του Λαζάρου. Το κωμικό του ταλέντο είναι πολύ δυνατό. Βέβαια θα μπορούσες να τον χαρακτηρίσεις και ζεν πρεμιέ.
  
Οι κύριοι Ξάφης και Μπερικόπουλος απέδωσαν πολύ καλά τους ρόλους τους.   Η σκηνοθεσία του κ. Μοσχόπουλου ήταν αρκετά πρωτότυπη. Αν και η ιδέα να οδηγούν οι ίδιοι οι ηθοποιοί τους θεατές στις θέσεις τους,-αν ήταν ιδέα του σκηνοθέτη- πριν την παράσταση, δεν πιστεύω πως εξυπηρετούσε κάτι. Ακόμη, η αρχική εισαγωγή, κάπως σαν σεμινάριο στα θρησκευτικά δράματα του μεσαίωνα, θα ήθελε μια συντόμευση, όπως και οι εισαγωγές των ηθοποιών πριν από κάθε σκηνή. Ένας απλός τίτλος του κάθε σκετς θα αρκούσε.

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ,
14-5-13



    Κριτική για την παράσταση:

ΑΠΑΝΤΕΩΝΕΣ ΚΑΙ ΤΖΕΝΤΛΕΜΕΝ


    Η κωμωδία είναι μια δύσκολη υπόθεση, από όλες τις απόψεις. Απαιτεί καλή γνώση του αντικειμένου, πολλές πρόβες και πολύ ταλέντο. Η συγκεκριμένη κωμωδία, αν και κινηματογραφικό έργο, είχε τις ίδιες απαιτήσεις από τους συντελεστές της, ίσως και περισσότερες από ό,τι ένα αυθεντικό θεατρικό έργο. Τόσο οι θεατές όσο και η υπογράφουσα απολαύσαμε αυτή την παράσταση.
     Ο κ. Μπέζος στο ρόλο του απατεώνα-τζέντλεμαν που τα έχει καταφέρει στη ζωή του παίρνοντας με διάφορους τρόπους χρήματα από ανυποψίαστες πλούσιες-πάμπλουτες θα λέγαμε- κυρίες ήταν άψογος, ταυτισμένος και συνεπής. Όπου χρειαζόταν σοβαρός και όπου έπρεπε αστείος, ακόμη και απόλυτα κωμικός, τσαλακώνοντας το πολύ σοβαρό παρουσιαστικό του.
     Ο κ. Φιλιππίδης ήταν μια έκπληξη. Παρόλα τα χρόνια του στο σανίδι, δεν σταματάει να μας εκπλήσσει με τις πολλές και διαφορετικές πτυχές του ταλέντου του. Η κωμική του φλέβα καταδεικνύεται σε όλο της το μεγαλείο σε αυτό το διαρκές υποκριτικό παιχνίδι που παίζει με τον θεατή. Η αμεσότητά του είναι καταπληκτική. Η ενεργητικότητά του είναι κάτι το ασύλληπτο. Δεν θα σταματήσει αν δεν εισάγει για τα καλά όλους τους θεατές στο έργο-και το κάνει με μεγάλο σεβασμό.
     Η κ. Τρανταφυλλίδου ταιριάζει αρκετά στον ρόλο της ψευτοπλούσιας που θα ήθελαν και οι δύο να “κατακτήσουν”, καθώς ανταποκρίνεται άψογα στα εξωτερικά γνωρίσματα του ρόλου, αλλά θα έπρεπε να “λυθεί” περισσότερο υποκριτικά και να δουλέψει λίγο περισσότερο τα τραγούδια, καθώς οι προαναφερθέντες συνάδελφοί της ήταν άψογοι και σε αυτό το μέρος του έργου.
    Σημαντικός ο κ. Στόλλας στον ρόλο του αστυνομικού, φίλου του πλούσιου τζέντλεμαν (Μπέζος). Πολύ καλός ηθοποιός που απέδωσε με μαεστρία τον ρόλο του. Ο μπάτλερ κ.Γιαννάκης έπαιξε με αρκετή δόση κωμικής τρέλλας και οι πλούσιες κυρίες Παπαγεωργίου και Φωτάκη, έδωσαν δείγματα του ταλέντου τους. Ιδίως η κ. Παπαγεωργίου έχει μια πολύ δυνατή κωμική φλέβα. Ο υπόλοιπος θίασος αποτελείται από πολύ καλούς ηθοποιούς που χορεύουν και τραγουδούν τέλεια, πράγμα σπάνιο για τα ελληνικά δεδομένα.
     Δεν υπήρχαν εκπλήξεις από σκηνοθετικής πλευράς καθώς οι κ. Φιλιππίδης και Μπέζος που την υπογράφουν ήταν μάλλον συμβατικοί. Δημιούργησαν μια παράσταση που εξυπηρετούσε τις ατάκες και τις κωμικές καταστάσεις. Έτσι κι αλλιώς το έργο δεν χρειαζόταν να “πατήσει” επάνω σε περίτεχνα σκηνοθετικά ευρήματα για να οδηγήσει τον θεατή στον τελικό προορισμό του  που ήταν η καθαρή ψυχαγωγία. Αν και το σημείο που η κυρία Τριανταφυλλίδου αλλάζει φουστάνι επί σκηνής θα μπορούσε να λείπει, καθώς δεν εξυπηρετεί τίποτα.
    Τα σκηνικά του κ. Παντελιδάκη φαντασμαγορικά. Όμως οι συνεχείς αλλαγές κουράζουν τον θεατή. Τα κοστούμια του κ. Ζούλια ήταν αρκετά εμπνευσμένα και η μουσική διασκευή του κ. Τσεβά πολύ καλή, όπως και οι χορογραφίες της κ. Νίνου και του κ. Γιαννακόπουλου.
     Στο τέλος δεν θα μπορούσα να παραλείψω να αναφέρω το τεράστιο λάθος της χρήσης μικροφώνων σε μια αίθουσα μουσικής που εξ ορισμού θα πρέπει να έχει άριστη ακουστική. Αν το ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στις ηχητικές απαιτήσεις μιας μουσικής παράστασης, τότε δεν ξέρω ποιά αίθουσα μπορεί. Τα μικρόφωνα των ηθοποιών ήταν πολύ δυνατά και αυτό μερικές φορές δημιουργούσε “βαβούρα” στην πλατεία. Ακόμη, η κονσόλα του ηχολήπτη ίσως να έπρεπε να μεταφερθεί κάπου αλλού, έτσι ώστε να μην επηρεάζει την οπτική του θεατή και τον αποσπά από το έργο.

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ,
14-5-13



Κριτική για την παράσταση:

SUNSET LIMITED



"Μια υπόθεση χαμένων ανθρώπων..."

     Το έργο γράφτηκε στα 2006 και πρωτοπαίχτηκε στο Σικάγο την ίδια χρονιά. Είναι μια νουβέλα σε μορφή δράματος- όπως υποστηρίζει ο ίδιος ο συγγραφέας του, ο Κόρμακ Μακάρθυ. Στη Θεσσαλονίκη παίζεται στο θέατρο Αυλαία μετά από πετυχημένη πορεία στο θέατρο Φάουστ τη Αθήνας.
    Η υπόθεση αφορά σε δύο ανθρώπους, στον λευκό καθηγητή, τον οποίο υποδύεται ο κ. Γιάννης Βούρος και στον Λατίνο (ή μεξικάνο καλύτερα) άνθρωπο της πιάτσας, τον οποίο "παίζει" ο κ. Αλέκος Συσσοβίτης. Οι δυο τους γνωρίζονται κάτω από μάλλον αντίξοες συνθήκες, καθώς ο Λατίνος σώζει την τελευταία στιγμή τον καθηγητή από την αυτοκτονία στις ράγες του τρένου "Sunset limited". Στο έργο παρακολουθούμε όλη τη συζήτηση των δύο ανδρών στο σπίτι του Λατίνου, καθώς απεγνωσμένα προσπαθεί να κρατήσει τον καθηγητή στο σπίτι του για να μην επιστρέψει στην αυτοκτονία.
   Υπέροχες οι ερμηνείες και των δύο ηθοποιών. Ο κύριος πρωταγωνιστής, ο κ. Συσσοβίτης, δούλεψε πάρα πολύ επάνω στον ρόλο, στον περίεργο τύπο του περιθωριακού ανθρώπου, που όμως έχει πολύ καλή ψυχή αλλά όχι και τόσο σταθερό ψυχισμό. Ανταπεξήλθε με μαεστρία στις απαιτήσεις της σκηνοθεσίας, οι οποίες δεν ήταν και λίγες. Στα 100 λεπτά έργου, βλέπουμε έναν αεικίνητο άνθρωπο, μια νευρική φιγούρα να σαρώνει τη σκηνή, καθηλώνοντας τον θεατή. Μπράβο στον κ. Συσσοβίτη.
   Ο κ. Βούρος δεν είναι δυνατό να δεχτεί την οποιαδήποτε κριτική. Ένας άξιος ηθοποιός με χρόνια στο χώρο, δεν επιδέχεται κριτική. Παρόλ' αυτά, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την πολύ δύσκολη ερμηνεία του στο ρόλο ενός καθηγητή που δεν είναι ο πιο συνηθισμένος. Ζει τις τελευταίες ώρες νοήματος στη ζωή του. Είναι ένα ψυχικό ράκος και αυτό το καταλαβαίνουμε από την πρώτη στιγμή της παρουσίας του κ. Βούρου στη σκηνή. Ίσως θα έπρεπε να υπάρχει μεγαλύτερη συνέπεια στην χροιά της φωνής του. Αυτή η διαφορά στην βραχνάδα ήταν αντιληπτή. Αλλά πρόκειται για κάτι πολύ μικρό, ίσως και τυχαίο.
   Η σκηνοθεσία της κ. Καλλιάνη ήταν αρκετά ζωντανή. Έδινε ζωή σε ένα έργο που οι διάλογοι και τα νοήματά του βαραίνουν τον θεατή και η "ευφυία" της κίνησης του ηθοποιών ήταν αποτελεσματική. Βέβαια η συνεχής κίνηση είναι πάντα πιο κουραστική από το δύσκολο νόημα. Κι επειδή εδώ υπάρχουν πολλά τέτοια νοήματα, θα ήταν καλό να μπορεί ο θεατής να σκεφτεί, χωρίς να αποσπάται συνέχεια η πρσοχή του από την συνεχή κινητικότητα των ηθοποιών πάνω στη σκηνή.
    Τα σκηνικά του κ. Δαγλίδη ήταν λειτουργικότατα, αν και κάπως υπερβολικά. Πολύ καλοί οι φωτισμοί της κ. Μαραγκουδάκη. Υπέροχη χωρίς κανένα ψεγάδι και απόλυτα θεατρική ήταν η μουσική του κ. Μελισσηνού.

Θεσσαλονίκη, 20/4/2013




Κριτική για την παράσταση: LOL!

"Μιάμιση πολύ ευχάριστη ώρα"

    Δεν ξέραμε τί να περιμένουμε από ένα έργο που μας προτρέπει να γελάσουμε δυνατά, γιατί παρόλη την προτροπή του τίτλου, δεν ήταν σίγουρο ότι θα το πετύχαινε. Παρόλ' αυτά γελάσαμε. Μερικές φορές μάλιστα, πολύ δυνατά. Η χαρά αυτή οφειλόταν από κοινού στις ερμηνείες των ηθοποιών και στα κείμενα. Δεν είναι καθόλου εύκολη μια "όρθια κωμωδία" κατά το ελληνικότερον "stand up comedy", όπως επικράτησε ο όρος. Το γεγονός ότι πρέπει να στέκεται ο ηθοποιός εκεί μπροστά στο κοινό, χωρίς τον "μανδύα"¨του ρόλου, είναι πάντα πιο δύσκολο από ένα άλλο θεατρικό είδος.
   Εντούτοις, οι ηθοποιοί τα κατάφεραν περίφημα. Ο κ. Νικολαϊδης ήταν πολύ καλός ως "ο διάφανος Φάνης" αν και το κείμενο δεν εξηγούσε τους λόγους για τους οποίους αισθανόταν έτσι. Το σκετς της κ. Κακλίδου ως κοπέλα που δεν μπορεί να βρει δουλειά, ήταν άμεσα συνδεδεμένο με την εποχή του και η ερμηνεία της πολύ καλή. Ο κ. Κουφός ήταν πολύ αστείος, αλλά θα πρέπει να μιλάει λίγο πιο αργά. Οι κ. Αβραμίδου και Ηλιαδέλη είναι δυο κωμικές ενζενύ οι οποίες δημιουργούν μεγάλες προσδοκίες.
   Υποθέτω πως η σκηνοθεσία του κ. Πελτέκη περιορίστηκε μόνο στη διδασκαλία των ηθοποιών γιατί κατά τ' άλλα δεν είδαμε και κάτι σημαντικό. Τα ευρήματα με τους καουμπόις και τους βαλκάνιους ήταν αρκετά άστοχα και άσχετα με την όλη ιδέα.
   Το κείμενο ήταν ευρηματικότατο, με ωραίες εικόνες και πολύ αστείες ατάκες. Συγχαρητήρια στον κ. Πελτέκη και στους The Magnificent 7.
   Πολύ καλοί οι μουσικοί, ωραία η ιδέα της ζωντανής μουσικής επάνω στη σκηνή.
  
Θεσσαλονίκη, 20/4/2013




Κριτική για την παράσταση: Λα Πάμελα

Η κωμωδία " Η Πάμελα" του Κάρλο Γκολντόνι, μια κωμωδία σε τρεις πράξεις, παρουσιάζεται από έναν νεανικό θίασο της Θεσσαλονίκης. Η παράσταση είναι αρκετά ενδιαφέρουσα, με τους ηθοποιούς να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό σε μια όχι και τόσο γνωστή κωμωδία του Γκολντόνι.
Η πρωταγωνίστρια που κρατούσε τον ρόλο της Πάμελας ήταν πολύ λιτή, απλή θα λέγαμε στις αντιδράσεις της, ενώ ο ρόλος παρέχει πολύ περισσότερες δυνατότητες τις οποίες θα έπρεπε να αξιοποιήσει. Ο ηθοποιός που υποδύεται τον λόρδο Μπονφίλ έχει αρκετό ταλέντο, αλλά πρέπει να κρατήσει μια πιο μετριοπαθή στάση. Πάρα πολύ καλός στο ρόλο του ήταν ο ηθοποιός που υποδυόταν τον γέρο υπηρέτη. Η δουλειά του ήταν αριστοτεχνική. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί ήταν σωστοί στους ρόλους τους. Τώρα, όσον αφορά στα υπόλοιπα της παράστασης, η σκηνοθεσία ήταν πάρα πολύ νωχελική, δεν κατάφερε να βγάλει αυτό που έπρεπε από τους ηθοποιούς αλλά ούτε να κατατοπίσει τον θεατή. Η επιλογή των κοστουμιών ήταν πολύ μέτρια και πρόχειρη.

                                                                                                                          Θεσσαλονίκη, 23-3-13






Κριτική για την παράσταση: Κατά φαντασίαν ασθενής

Το έργο, λίγο πολύ γνωστό. Υπέροχη κωμωδία του Μολιέρου. Ο Γιώργος Κωνσταντίνου στο ρόλο του "ασθενή" Αργκάν ήταν απολαυστικός. Δεν θα μπορούσε να υποδυθεί καλύτερα έναν τόσο άρρωστο άνθρωπο, που ασθενούσε μόνο σε παρωχημένες απόψεις και ιδέες, αλλά όχι σωματικά.
Οι υπόλοιποι ηθοποιοί ήταν απολύτως ταιριαστοί στους ρόλους τους.
Η κ. Σοφία Καλεμκερίδου στον δύσκολο ρόλο της Τουανέτ ήταν ένα ποίημα. Μια αποκάλυψη κωμικής φλέβας που λίγες ηθοποιοί της γενιάς της κατέχουν. Ο κ. Χρήστος Παπαδημητρίου ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για μας στον ρόλο του Τομάς Ντιαφουαρύς. Σκηνοθετημένος κατάλληλα, απέδωσε έναν σπαρταριρτό χαρακτήρα. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί έπαιξαν με πολύ χάρη και φινέτσα.
Τα σκηνικά ήταν λιτά αλλά κατατοπιστικά. Η σκηνοθεσία ήταν πολύ καλά μελετημένη. Αυτό που θα μπορούσε κάπως να μετριαστεί είναι τα πρόσθετα χορευτικά του ζευγαριού των χορευτών
(κ. Τσάκωνας, κ.Καπουλίτσα) που δεν ταίριαζαν-κατά τη γνώμη μας- με τη δομή του έργου. Η μουσική ήταν πολύ καλή.
Πρόκειται ομολογουμένως για μια παράσταση αξιώσεων.

                                                                                                              Θεσσαλονίκη, 23-3-13






Κριτική για την παράσταση: Σ'αγαπάω αλλά...


Το έργο πραγματεύεται πάρα πολλά μέσα σε πολύ λίγη ώρα. Ενενήντα πέντε λεπτά δεν φτάνουν για να αναλύσει κανείς τις σχέσεις φίλων και ζευγαριών και να περιγράψει τα κακώς κείμενα της κοινωνίας και της πολιτείας. Κι όμως, η κοινωνικοαισθηματική κωμωδία των Γιώργου Βάλαρη-Στέλιου Παπαδόπουλου προσπαθεί πολύ να ανταπεξέλθει σε αυτόν τον ρόλο.
Άλλες φορές τα καταφέρνει και άλλες όχι. Το κείμενο έχει πυκνότητα, νόημα και ροή.
Βέβαια, έχει αρκετές βωμολοχίες που θα μπορούσαν να λείπουν.
Τα δύο ζευγάρια που περιγράφει το κείμενο, είναι υπερβολικά σε όλα, ακριβώς για να τονιστούν οι διαφορές τους αλλά και τα κοινά τους σημεία. Οι δύο δικηγόροι είναι εγωπαθείς, φιλόδοξοι και φιλοχρήματοι, ενώ το ζευγάρι της πωλήτριας και του "μπάτσου" ρομαντικοί και κάπως αγροίκοι, αλλά στ΄αλήθεια αγαπημένοι.
Οι πρωταγωνιστές-έτσι κι αλλιώς πρωταγωνιστές είναι όλοι, αφού είναι μόνο τέσσερις-παίζουν με εξαιρετική δεινότητα. Οι κύριοι Μαρινάκης και Παλαιολόγου "δίνουν" πολύ σωστά στο κοινό το "είδος" του δικηγόρου που δεν σταματά πουθενά και δεν έχει ηθικούς φραγμούς.
Οι κύριοι Τουμασάτου και Σταύρου, με τους "λαϊκούς" τύπους που εμψυχώνουν είναι εντελώς αντίθετοι από τους παιδικούς τους φίλους-όσον αφορά στη μόρφωση-αλλά και τόσο ίδιοι, όπως θα αποδειχτεί στο τέλος. Το κοινό δεν τους έχει συνηθίσει σε τέτοιους ρόλους και το ξαφνιάζουν ευχάριστα, ιδίως ο κύριος Σταύρου, που δείχνει να έχει μια μεγάλη κωμική φλέβα, και ο τρόπος που ελίσσεται ανάμεσα στο δράμα και στην κωμωδία, φανερώνει έναν ηθοποιό αξιώσεων.
Η σκηνοθεσία ήταν απλή, χωρίς εκπλήξεις. Αίσθηση προκάλεσε το χορευτικό των τεσσάρων ηθοποιών που έδειχνε τελείως "ξένο" με το έργο.Το σκηνικό της κυρίας Ασβεστά είναι απλό και λειτουργικό, αν και θα μπορούσε να είχε λίγη περισσότερη φαντασία.

                                                                                                                        Θεσσαλονίκη, 28/1/2013

1 σχόλιο :

Ανώνυμος είπε...

Κριτική για παράσταση: Εκκλησιάζουσες και Εκάβη, του 2ου λυκείου Κορυδαλλού Αθήνας

Ήταν πραγματικά δυο εξαιρετικές παραστάσεις. Η εκτέλεση του έργου, σε αντίθεση με την ηλικία των παιδιών, ήταν ΑΨΟΓΗ και κατάφεραν να μας μυήσουν στον μαγικό κόσμο του αρχαίου δράματος και της αρχαίας Αθήνας!! Συγχαρητήρια σε όλα τα παιδιά και σε όλους τους υπόλοιπους που βοήθησαν να ανέβουν αυτές οι παραστάσεις!!

Αθήνα 16/06/2013

--------------------------ΠΝΟΗ ΕΛΠΙΔΑΣ


Αγοράστε έργα τέχνης